Ερωτευόμαστε χωρίς να ‘χουμε γνωριστεί. Αναπολούμε αναμνήσεις που δεν έχουμε ζήσει ακριβώς. Ζούμε μέσα απ’ τα μάτια άλλων. Μέσα από βιώματα γνωστών. Ζούμε τόσο έντονα κι αληθινά συναισθήματα ξένα. Συμμεριζόμαστε συναισθήματα φίλων, σαν να ‘ναι δικά μας. Ίσως να ζούμε κι από αυτά. Ίσως να γίνονται εξάρτηση στην ίδια μας τη ζωή. Επειδή έχει φτάσει αυτή η στιγμή της επιλεκτικής μας μοναξιάς. Και πλέον η μόνη συντροφιά μας είναι οι άλλοι. Και δεν είσαι σίγουρος για το ποιος ακριβώς φταίει.
Έχει φτάσει αυτή η στιγμή που με τη δική μας συναίνεση αγκαλιάζουμε τη μοναξιά. Αυτόβουλα και χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ίσως όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό που ξυπνήσαμε με ένα ύφος λίγο μελαγχολικό. Κι αντί να ψάξουμε για το γέμισμα του κενού αυτού, αντί να κυνηγήσουμε την ψευδή ευτυχία, την αποδεχτήκαμε και προσπαθήσαμε να αντιληφθούμε ποιος ακριβώς φταίει γι’ αυτό. Ποιος φταίει για αυτό το απόλυτο άδειασμά μας.
Και, μεταξύ μας, φταίμε εμείς. Στην αρχή θα κάνουμε πολλές σκέψεις. Πολλές προσπάθειες για να μοιράσουμε ευθύνες. Για να διώξουμε όλο αυτό το φορτίο και το βάρος από πάνω μας. Θα κατηγορήσουμε αυτόν τον φίλο, που έφυγε όταν τον είχαμε περισσότερο ανάγκη. Θα κατηγορήσουμε τους γονείς μας, που δε μας πήραν μια μεγάλη αγκαλιά και δε μας ρώτησαν, άλλη μια φόρα, «Τι πάει λάθος;». Θα μιλήσουμε για εκείνον τον έρωτα. Που μας πείσαμε πως ήταν το παν, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να μας αντέξει, να μας κουβαλήσει, να μας χωρέσει.
Θα τους κατηγορήσουμε όλους. Και κάπου εκεί, όσο προσπαθούμε να δώσουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, να αντιληφθούμε ποιος τράβηξε την πρώτη πέτρα της καταστροφής, κι ύστερα ακολούθησαν οι υπόλοιποι, κάπου εκεί, μεταξύ του χάους, αντιλαμβανόμαστε πως οι επέτειοι είμαστε εμείς. Ίσως να φταίμε και λίγο εμείς. Σίγουρα, φταίμε εμείς.
Γιατί δεν καταφέραμε ποτέ να αγαπήσουμε ακριβώς. Ίσως να μάθαμε να αγαπάμε, άλλα να μη μάθαμε ποτέ έναν τρόπο να το δείχνουμε. Ίσως είμαστε από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να μιλήσουν για τα προβλήματα των άλλων, να αναλύσουμε και να φιλοσοφήσουμε κάθε πρόβλημα, αλλά όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε με τα μάτια, να τρέχουμε να κρυφτούμε.
Και, τελικά, είμαστε μόνοι από επιλογή. Και θα υπάρξουν άτομα που θα μας αγαπήσουν. Κι ας είμαστε μυστήριοι, κι ας είμαστε σαν νεκροί ζωντανοί, ανίκανοι να μιλήσουμε για αυτά που θέλουμε. Θα ‘χουμε φίλους που θα μας αποδεχτούν κι έτσι. Όμως ο έρωτας μετριότητες δε χωράει. Και το νόμισμα παίζει σε δύο όψεις. Στα πάντα ή στο τίποτα. Κι είμαστε υπερβολικά δειλοί για να δώσουμε τα πάντα. Για να πέσουμε με τα μούτρα σαν μικρά παιδιά. Κι έτσι το νόμισμα δε μας δίνει πολλές επιλογές. Μένει μονάχα το τίποτα.
Κι ίσως, ακόμα και μέσα στο κενό μας, να βρεθεί αυτός ο κάποιος που θα γαντζωθεί από πάνω μας. Που θα προσπαθήσει να μας κάνει να δώσουμε. Που θα αρκεστεί στο τίποτά μας, με μόνη προϋπόθεση να απολαύσουμε εμείς αυτό το κάτι του. Που θα μας δώσει, χωρίς στιγμή να μας ζητήσει. Που δε θα θέλει να τον αγκαλιάσουμε, αρκεί να δεχτούμε εμείς την αγκαλιά του. Που δε θα μας ζητήσει να τον κοιτάξουμε, αρκεί να τον αφήσουμε να μας χαζέψει. Αλλά και πάλι, δειλά κι ωραία, θα φύγουμε.
Μας καίει και μόνο η ιδέα του ότι θα δεθούμε. Το ότι θα δεθούμε κι, ύστερα, αν χρειαστεί να λυθούμε, τι θα κάνουμε; Ίσως ο μόνος γνώμονας στη ζωή μας να ‘ναι η ασφάλειά μας. Κι ίσως να προλάβαμε να πληγωθήκαμε ήδη πριν να γίνουμε έτσι. Δεχτήκαμε επιθέσεις από εχθρούς που περνούσαμε για συμμάχους. Και σίγουρα πονάμε ακόμα και τώρα. Άλλα νομίζω δε συλλογιστήκαμε καθόλου το πόσο πονέσαμε εμείς άλλους.
Επειδή δε θέλουμε πλέον να δημιουργήσουμε άλλα συναισθήματα. Κι υπάρχουν άνθρωποι που θα πέθαιναν για να δημιουργήσουμε μαζί τους κάτι. Κι εμείς τους διώχνουμε, χωρίς καν να το σκεφτούμε. Τους ακυρώνουμε και τους περιφρονούμε που δε φοβούνται.
Και τους χρωστάμε μία συγγνώμη, όπως, μάλλον, μας χρωστάμε κι εμάς μία συγγνώμη. Επειδή μέσα στην προσπάθεια να μην πονέσουμε, δε ζούμε. Και το ότι καταλάβαμε πως φταίμε εμείς, είναι μια αρχή. Ας αντικρίσουμε τον ήλιο, ας πάρουμε μια ανάσα. Κι ας φύγουμε απ’ την επιλεκτική μοναξιά μας. Η ζωή είναι άνθρωποι! Κι αν δε ζούμε, έστω να το ξέρουμε. Επειδή αν δεν πονέσουμε, σίγουρα δε ζούμε. Οπότε στους άλλους ίσως δώσαμε ζωή, σε εμάς όμως; Μοναξιά και πολλές πονεμένες συγγνώμες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη