Από μικρή θυμάμαι ότι ήμουν πολύ περίεργο μωρό.
Άνοιγα πράγματα για να δω τι έχουν μέσα. Πάντα το μέσα με ενδιέφερε, το έξω το έβλεπα απλά ως προστατευτικό.
Έτσι, όταν με ρώτησε η μάνα μου στα πέντε μου χρόνια, γιατί έσπασα εκείνο το αυγό, η απάντηση ήταν «Για να δω τι έχει μέσα.» Η ίδια απάντηση και όταν έσκισα τον καναπέ και όταν άνοιξα το ρολόι και όταν αναποδογύρισα τη γλάστρα του σπιτιού.
Αυτό που με γοήτευε από μικρή ήταν και αυτό που με εντυπωσίασε σε σένα. Το μέσα.
Από τότε που έφυγες, πέρασα διάφορα στάδια. Αυτό του θυμού, της στενοχώριας, των ενοχών, το στάδιο που νόμιζα πως σε έχω ξεπεράσει. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο όπου ψάχνω κομμάτια σου παντού. Σαν τον εθισμένο που αναζητά τη δόση του.
Κάθε ένας που περνά έστω και βιαστικά από τη ζωή μου, περνάει από ακτίνες X. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ειλικρινής, τοποθετείται σε τραπεζάκι ανατομίας και διαλύεται σε μικρά μικρά κομμάτια. Κάνω τομές παντού, τομές βαθιές, διαπεραστικές, μέχρι το κόκαλο.
Το πρώτο πράγμα που κάνω αφού τους τεμαχίσω, είναι να δω τι δε μου αρέσει. Τι δεν αντέχω, ποιο είναι το ελάττωμα, γιατί το μοντέλο πρέπει να επιστραφεί στο ταμείο. Μόλις βρω ψεγάδι, δύο πράγματα συμβαίνουν.
Από τη μια νιώθω ασφαλής. «Να, κοίτα τι έχει αυτός, δεν μπορώ, ασήμαντος είναι τελικά, όλα καλά.». Από την άλλη απογοητεύομαι. Ούτε αυτός ήταν αρκετά καλός.
Τα ελαττωματικά κομμάτια τα τοποθετώ σε μιαν άκρη και τα χρησιμοποιώ όποτε τα χρειάζομαι. Όταν νιώθω την ανάγκη να βρεθώ από πάνω, να κάνω κουμάντο, να ελέγξω το μοντέλο μου, τότε παίρνω ένα κομμάτι ελαττωματικό και του το τρίβω στη μούρη.
Βρίσκω το ψεγάδι, το γιγαντώνω, το κάνω τεράστιο και αφού το ξύσω να γίνει αιχμηρό, να πονάει, το τοποθετώ με τέχνη στο σημείο του μοντέλου που έχω ανακαλύψει ρωγμή.
Όλοι έχουν ρωγμές κι αν μπορείς να τις εντοπίσεις είσαι ο δυνατός και ο αδίστακτος της υπόθεσης.
Στο επόμενο στάδιο, βρίσκω στον άλλον τα δικά σου κομμάτια.
Εντοπίζω εσένα μέσα στους άλλους όσο άρρωστο κι αν είναι αυτό. Όσο άρρωστα κι αν είναι όλα τα παραπάνω. Αλήθειες δε λέμε;
Κάποιοι δεν έχουν κανένα κομμάτι σου.
Αυτούς δεν τους αντέχω. Μετά το άνοιγμα, τους αφήνω όπως είναι, κομματιασμένους και με την απορία στο βλέμμα και αποχωρώ. Μου είναι πλέον αδιάφοροι.
Κρατώ μονάχα όσους σου μοιάζουν. Τα κομμάτια σου σ’ αυτούς τ’ αγαπώ και τα συλλέγω ένα ένα.
Καμιά φορά για να σε συνθέσω ολόκληρο, βάζω κομμάτια διαφορετικών ατόμων σε ένα σώμα. Ή τους χρησιμοποιώ όλους μαζί.
Και μ’ αυτήν την ψευδαίσθηση ζω και αναπνέω μέχρι κάποιος να μου υπενθυμίσει πως δεν είναι εσύ. Δε χρειάζονται πολλά. Μια διαφορετική αντίδραση αρκεί.
Και τότε θυμώνω που με βγάζουν βίαια από το μικρόκοσμό μου και διαλύω τα δημιουργήματά μου και μου φεύγουν όλα τα κομμάτια σου και μένω πάλι με κενά. Γιατί αυτό που δε σου είπα ποτέ είναι ότι τα μέσα σου γέμιζαν τα δικά μου κενά και αυτά παλεύω να γεμίσω τώρα με μανία.
Τη μανία μου αυτή νόμιζα για χρόνια πως την κρατούσα κρυφή. Δεν ήθελα να μοιραστώ με κανέναν το ότι μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και κυνική.
Τελικά, ο πατέρας μου μόνο ήξερε. Εκείνος πάντα ξέρει. Το βλέπω στα μάτια του όταν με κοιτά ζεστά, με κατανόηση και με θυμό καμιά φορά. Μα κυρίως με λύπη. Όχι λύπηση, αλλά λύπη.
Ίσως γιατί ξέρει καλύτερα από τον καθένα ότι πιο πολύ απ’ όλους εγώ βασανίζομαι.
Βλέπει τις τομές που κάνω στον εαυτό μου και πονά και ο ίδιος γιατί ξέρει πως εγώ κρατάω το μαχαίρι. Αυτός στέκει εκεί, δίπλα μου πάντα, μα ανήμπορος. Μόνο τα λόγια του καμιά φορά απαλύνουν τις πληγές μου.
«Μάθε να τ’ αγαπάς τα κενά σου. Είναι αυτά που θα σου δείξουν πότε θα είσαι ολοκληρωμένη. Όσο τα γεμίζεις επιπόλαια και προσωρινά, τόσο εκείνα δυσκολεύονται να ταιριάξουν. Σταμάτα να τα προσβάλλεις με φτηνά υποκατάστατα. Τα κενά μέσα σου είναι ο καθρέφτης αυτού που αναζητάς.»