Πέθανα πριν από μερικά χρόνια – δε θυμάμαι πόσα ακριβώς.
Έσβησα ένα ξημέρωμα σε ένα δρομάκι με χαλίκια, λίγο πιο πέρα από μια βοτσαλωτή ακτή.
Μέχρι τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει κανένα από τα προειδοποιητικά σινιάλα που μου αναβόσβηνε η ζωή. Το τι θα πει «ένστικτο» δε με είχε απασχολήσει ποτέ.
Περιδιάβαινα γύρω από τα γεγονότα, μα μέσα τους δεν έμπαινα ποτέ.
Δε γνώριζα τίποτα από όσα έπρεπε να ξέρω, πέρα από τις εξηγήσεις της επιστήμης ή της λογικής.
Σε αντίθεση με άλλους ανθρώπους, κανένα καμπανάκι που να χτυπά συναγερμό στο κεφάλι μου δεν κατέγραψα ποτέ.
Καμία πρώτη εντύπωση αόριστης δυσμένειας, δε με κράτησε σε απόσταση μεγαλύτερη από αποστάσεις αναπνοής.
Πάντοτε, όταν γνώριζα νέους ανθρώπους, βούταγα στη θάλασσα της καλοπιστίας μου, για να βγω αργότερα στα βράχια πιο στραπατσαρισμένη από ποτέ.
(Δι)αίσθηση κινδύνου μηδέν.
Ίσως για αυτό να απόλαυσα έναν τέτοιο θάνατο μέσα μου, επειδή όταν συνήλθα είχα πια μάθει να εμπνέομαι στιγμιαία περί ζωής.
Η αλήθεια είναι πως μεταξύ των υπολοίπων εμμονών που με βασάνιζαν αλύπητα από παιδί, με διακατείχε και η ολοσχερώς επικίνδυνη βεβαιότητα πως στο μικρόκοσμο μου όλα έβαιναν ασφαλώς.
Άνθρωποι πήγαιναν κι ερχότανε πάντοτε για καλό.
Βλέμματα με ακολουθούσαν και με κατέγραφαν, μα τις προθέσεις τους δε νοιάστηκα να τις σταχυολογήσω ποτέ.
Λες και κατείχα εκ γενετής ένα ποσοστό χαζοχαρούμενης προς τους ανθρώπους καλοπιστίας, που φυσικά η ζωή μου δεν μπορούσε να διαχειριστεί.
Δεν γνώριζα πώς να αποκρυπτογραφώ συμπεριφορές, ούτε να οσμίζομαι καλυμμένα κίνητρα.
Ίσως και να έφταιγε που τα παιχνίδια εξουσίας δεν ήταν από τα αγαπημένα μου. Ή απλά μπορεί να είχα ένα τρομερό ταλέντο στο να κάνω πάντα λάθος, στην πρώτη μου με κάποιον επαφή.
Κι ως τέτοιο χαρισματικό άτομο, συνήθως την πατούσα περήφανα.
Ερωτήσεις είχα πάντα, μα απαντήσεις φωτισμένες από τα μέσα μου δεν έπαιρνα σχεδόν ποτέ.
Έτσι δεν άργησα να οδηγηθώ σε ένα θάνατο ξαφνικό. Έτσι πέθανε μέσα μου ο αφελής μου κι ανίδεος εαυτός κι αυτός είναι και ο λόγος που τώρα σας χαμογελώ.
Μετά το απευκταίο αυτό περιστατικό, χρειάστηκε να μάθω έναν άλλο τρόπο τους ανθρώπους να ξεσκαρτάρω, αν ήθελα με ασφάλεια να ζω.
Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να ανοίξω στη διαίσθηση την πόρτα.
Δεν άργησαν, τότε, να ξεπηδήσουν από το θολωμένο μου μυαλό αμέτρητες εικόνες, αναμνήσεις ενός άλλου «εγώ», εμπειρίες και πληροφορίες, άγνωστο που ήταν κρυμμένες τόσο καιρό.
Στη σκέψη μου άνοιξαν ένα σωρό διαδρομές, που τις πλημμύρισαν μυρωδιές, ήχοι και εικόνες, ξεσπώντας όλα μέσα μου μεμιάς.
Ο νους μου έρεε από συνειρμό σε συνειρμό, δίχως να αυτολογοκρίνεται, σαν μια άσκηση χαλάρωσης που συνήθιζα παλιά.
Ούτε και εγώ δεν ήξερα πως γνώριζα τόσο πολλά, πως διέθετα μια ευφυΐα, τόσο διαφορετική.
Μα θα μπορούσα άραγε να στηρίζομαι σε αυτήν; Δίχως να έχω δίχτυ ασφαλείας τη μικρή μου τετράγωνη λογική;
Αυτό που υπαγορεύει το ένστικτο, δεν τροφοδοτείται παρά από στοιχεία που ο ασυνείδητος νους μας, συνδυάζει, ταξινομεί κι αξιολογεί σε χρόνο dt.
Μια επίγνωση μοναδική, διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή, που εξακολουθεί να φλυαρεί όταν οι υπόλοιπες αισθήσεις εκκωφαντικά σιωπούν. Αυτό είναι η διαίσθηση. Και η αλήθεια είναι πως έχει λογική, μονάχα που είναι διαφορετική.
Και το μόνο που προϋποθέτει, δεν είναι παρά η βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό και η αναγνώριση μιας βαθύτερης φωνής.
Αυτό δηλαδή που λείπει από τους περισσότερους ανθρώπους και εκ παραδρομής οδηγεί μερικούς μέχρι και στο θάνατο της ψυχής.
Για όποιον θέλει να σώσει τη ψυχή του, η πρό(σ)κληση είναι ανοιχτή.
Πρό(σ)κληση σε ένα διαρκές κυνήγι κρυμμένου θησαυρού, για παίχτες δυνατούς.
Γιατί θέλει δύναμη να αφεθείς από ψηλά, δίχως εγγύηση καμιά για το αν θα γκρεμοτσακιστείς ή θα πετάξεις τελικά.