Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Annie Mour.

 

Είχαμε προσέξει ο ένας, τον άλλον αρκετή ώρα από την στιγμή που μπήκαμε στο κλαμπ. Υπήρχε κάτι στην κίνηση σου, στον τρόπο που τραγουδούσες, στον τρόπο που με κοιτούσες, το οποίο μου κέντρισε το
ενδιαφέρον. Όταν όμως έμαθα ότι είσαι ναυτικός, δεν ήθελα να έρθω να σε γνωρίσω γιατί το είχα δοκιμάσει επανειλημμένως στο παρελθόν και δεν μου βγήκε σε καλό. Έτσι, συνέχισα να απολαμβάνω την δροσερή μπύρα μου και τη μουσική, χορεύοντας με την υπόλοιπη παρέα. Κάποια στιγμή, από τον πολύ χορό
δεν αισθανόμουν τα πόδια μου, και αποφάσισα να καθίσω λίγο. Τότε, ήρθες εσύ και μου άπλωσες το χέρι για να χορέψουμε. Δίστασα στην αρχή, αλλά τελικά σηκώθηκα.

Ένας χορός ήταν αρκετός για να με κάνει να σε σκέφτομαι και να θέλω να σε αναζητήσω μέσα στις επόμενες μέρες, μέχρι που ξανά συναντηθήκαμε. Εκμεταλλευόμενοι την πρώτη απεργία απ΄όσες ακολούθησαν, ξεκινήσαμε να κάνουμε μια βόλτα με το αμάξι σου, στην όμορφη πόλη της Αθήνας, γνωρίζοντας
ο ένας, τον άλλον μέσα από συζητήσεις σε διάφορα θέματα. Στην αρχή χάζευα περισσότερο έξω από το παράθυρο τη κίνηση στους δρόμους που διασχίζαμε και τα φώτα από τα αμάξια, τα μαγαζιά και τα σπίτια. Κάθε φως αντιστοιχούσε και σε έναν άνθρωπο, κάθε φως είχε και μια ιστορία. Μέχρι που κάποια στιγμή
γύρισα να σε κοιτάξω και γελούσες, και κανένα φως δεν είχε πλέον σημασία.

Τα πρωινά που ακολούθησαν η πρώτη μου κίνηση ήταν συνήθως να κοιτάξω το κινητό μου για να δω αν έχω κάποιο μήνυμα από εσένα. Μου είχε γίνει συνήθεια, σχεδόν εξάρτηση να μιλάμε έστω και λίγο
καθημερινά. Και ήταν από τις πιο ωραίες συνήθειες που είχα αποκτήσει. Μου
έδινες αυτήν αίσθηση ολοκλήρωσης και ευτυχίας, την οποία είχα κάμποσο καιρό να νιώσω. Όσο ενθουσιασμό δεν είχε κάποιος μαζί σου στην αρχή, τον αποκτούσε στην πορεία. Ήσουν ένα πλάσμα δυναμικό, αισιόδοξο και γεμάτο αυτοπεποίθηση. Και έχοντας έλλειψη αυτών των τριών στοιχείων από τον
χαρακτήρα μου, έβρισκα την επαφή μαζί σου πολύτιμη. «Μια καλημέρα όμορφη και γλυκιά.», σε ποστ ιτ κομμένο σε σχήμα καρδιάς, ήταν ένα από τα πολλά μηνύματά σου.

Και ενώ είχα βάλει υπενθύμιση στον εαυτό μου ότι πρόκειται μόνο για μια νέα γνωριμία, μέσα μου είχε αρχίσει να είναι πολλά περισσότερα. Όσες προσπάθειες και αν έκανα να κρατήσω τις επιφυλάξεις μου και να αντισταθώ στις βαθύτερες επιθυμίες μου, δεν τα κατάφερα. «Δεν είμαι το κορίτσι που
θα ζητήσει την άδεια για να βγει με κάποιο αγόρι.», σου είχα πει. «Ούτε εγώ είμαι ο τύπος που θα την δώσει.», μου είχες απαντήσει χαμογελώντας και όποιες άμυνες είχα, άρχισαν να γκρεμίζονται, όπως γκρεμίζονται τα παλάτια που φτιάχνουμε στην άμμο από τα κύματα όταν νυχτώνει. Εκείνη τη στιγμή
ξεκίνησα να σε ερωτεύομαι και να ξεκλειδώνω τη καρδιά μου, σαν να ήταν πρώτη φορά που το έκανα.

Την αγαπούσες ακόμα, την πρώην σου. Και το μόνο που σου ζήτησα ήταν, αν δεν ήσουν πρόθυμος να ερωτευθείς πάλι, να μην μπλέξεις μαζί μου. Είχα πληγωθεί αρκετά από προηγούμενες σχέσεις. Δε γούσταρα άλλο. Ύστερα από λίγη σκέψη όμως, αποφάσισες να μην κάνουμε κάτι πριν με δεις σοβαρά, γιατί
ήμουν καλή κοπέλα και δεν ήθελες να με πληγώσεις. Και εγώ ευχήθηκα σε ένα πεφταστέρι να ήσουν ειλικρινής και να άξιζες την εμπιστοσύνη που σου έδειχνα. Γιατί σαν επιφυλακτικός άνθρωπος, προσπαθούσα να εμπιστευθώ ανθρώπους στους οποίους πίστευα και κρατούσα μακριά τα πονηρά μάτια.

Ήρθαν πολλά βράδια που με βρήκαν στο λιμάνι του Πειραιά και όσο περνούσε η ώρα, τόσο μαζευόταν κι΄άλλος κόσμος τριγύρω να περιμένει μαζί μου το πλοίο σας. Κουνούσα τα δάχτυλα μου νευρικά και η ανυπομονησία μου μεγάλωνε όταν έβλεπα το πλοίο να μπαρκάρει. Το σημείο που άνοιγαν οι πόρτες
ήταν το αγαπημένο μου, γιατί όλοι βρίσκονταν ξανά με τους αγαπημένους τους. Και εγώ, έτρεχα μες στο πλήθος για να έρθω να σε βρω. Μπαίνοντας στη καμπίνα σου για πρώτη φορά είχα φοβερό άγχος. Και όταν ήρθες να με χαιρετήσεις, με φίλησες και με άφησες μόνη για λίγο. Να αναρωτιέμαι αν αυτό
σήμαινε πως με έβλεπες σοβαρά ή αν έχεις βιαστεί. «Ζήσ΄το», μου ψιθύρισε μια φωνή μέσα μου.

Όσο σε γνώριζα, τόσο σε ήθελα. Όσο σε γνώριζα, τόσο αφηνόμουν. Έτρεχα στο ζαχαροπλαστείο του Κωνσταντινίδη χωρίς να μου το ζητήσεις, γιατί εκεί είχε το καλύτερο μιλφέιγ και συνήθως έβαζα μια ζαχαρόπαστα που έγραφε επάνω κάθε φορά και κάτι διαφορετικό όπως «Συγγνώμη.», «Είσαι πολύ
σέξυ.» ή «Όλα θα πάνε καλά.», όταν ήσουν πεσμένος. Θυμόμουν πόσο λάτρευες τα παγωτά,
όμως μέχρι να έφτανε το πλοίο θα έλιωνε και έτσι δε σου αγόρασα ποτέ. Δεν είχαμε κάνει ακόμη έρωτα, και «Αυτό που έχουμε, με γεμίζει.», είχες πει. Και επειδή τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, φρόντιζα να στο δείχνω κάνοντας κάτι ξεχωριστό κάθε φορά που βρισκόμασταν.

Δε θα ξεχάσω τη πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Νόμιζες ότι δεν ήμουν έτοιμη αλλά ξέρεις πόσα βράδια το ήθελα; Μου άρεσε που είχα τη δική σου αγκαλιά για να κοιμάμαι, τις νύχτες που το φεγγάρι γέμιζε μέχρι να γίνει πανσέληνος. Ήθελα κι εγώ περισσότερα, όμως φοβόμουν. Η ιδέα ότι το σεξ μπορεί να άλλαζε τη συμπεριφορά σου απέναντί μου, και να μην είχα τόσο συχνά τηλεφωνήματα, τόσο όμορφες καλημέρες νωρίς το πρωί ή τόσο τρυφερές καληνύχτες αργά το βράδυ με έκανε να το καθυστερώ. Βλέπεις, εκείνο το
τριαντάφυλλο που μου είχες προσφέρει ήταν το πρώτο μου, και ήθελα κι΄άλλα. Μου άρεσε πολύ. Και εκείνη η πρώτη φορά, και όλες οι επόμενες που ήρθαν. Και αυτό που ανησυχούσες ότι θα έφευγα μες στη μέση της νύχτας όταν χρειαζόταν να φύγεις για λίγο, με ευχαριστούσε τόσο. Γιατί ήταν ένας δικός σου τρόπος, να δείξεις ότι τρέφεις κι΄εσύ συναισθήματα για εμένα.

Το ότι κάναμε έρωτα μας έφερε πιο κοντά. Μας έκανε να θέλουμε περισσότερο ο ένας, τον άλλον. Στις απεργίες των πλοίων ερχόσουν να με δεις, έστω για λίγο, και εγώ έκανα σαν πεντάχρονο με δυο γρανίτες φράουλας στο χέρι. Θυμάμαι τη μέρα που μου είχες κάνει έκπληξη και όσο κουρασμένη και αν ήμουν, βρήκα αμέσως τη δύναμη που χρειαζόταν για εσένα. Κάναμε κι άλλες βόλτες με το αμάξι. Τα περισσότερα βράδια ερχόμουν να σε βρω εγώ. Επειδή όμως στη ζωή τα love stories δεν είναι όπως στις ταινίες, τα
πράγματα άλλαξαν. Τα τηλεφωνήματα νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ περιορίστηκαν. Οι απεργίες τελείωσαν. Η θερμοκρασία ανέβηκε, και μαζί της αυξήθηκαν και οι τουρίστριες στα πλοία. Συν το ότι αναπολούσες ακόμα το παρελθόν σου, όσο και αν με παρότρυνες να μην ανησυχώ.

Και προσπάθησα πολύ. Σε αναζήτησα, όταν δεν το έκανες. Σε πλησίαζα, όταν απομακρυνόσουν. Όμως εσύ ανταποκρινόσουν για λίγο, και μετά κλεινόσουν πάλι στον εαυτό σου ή σε ότι ήταν αυτό που τέλος πάντων σε βασάνιζε. Παρ’ όλο που δεν ήταν πολλοί αυτοί που με υποστήριζαν να συνεχίσω να σε διεκδικώ, εγώ πήγα κόντρα σε αυτούς και σε κάθε λογική. Ακολούθησα τη καρδιά μου και επέμεινα μια τελευταία φορά. Σου εξήγησα πως αν δεν μπορείς να μου δώσεις τα πολλά, θα αρκεστώ στα λίγα, αρκεί να μου τα δίνεις. Να σε ακούω έστω για πέντε λεπτά μέσα στην ημέρα ζήτησα. Κάτι που στην αρχή κάναμε τρεις φορές τη μέρα και για πολύ περισσότερο. Η τελευταία φορά που σε άκουσα ήταν για λίγο, μέχρι που κόπηκε το σήμα και δε με ξανά πήρες. Λίγες ώρες αργότερα, ανέβασες ένα τραγούδι που μόνο για εμένα δεν ήταν, και μιλούσε για κάποια παλιά αγάπη. Έγραψες μάλιστα πόσο το λάτρευες. Και την επόμενη ημέρα ούτε ένα τηλέφωνο. Και την επόμενη ημέρα ούτε ένα μήνυμα. Και αργά τη νύχτα σου έστειλα εγώ ένα μήνυμα που έγραφε ότι θέλω να χωρίσουμε γιατί θέλω περισσότερα. Ήθελα βλέπεις, εκείνα τα πέντε λεπτά.

Κλείνω τα μάτια και φέρνω στο μυαλό μου εκείνες τις στιγμές που μοιραστήκαμε μέσα στην καμπίνα σου. Σε σκέφτομαι με τη στολή του ανθυποπλοιάρχου ή τη φόρμα και τα γυαλιά. Εκείνες τις φορές που περίμενα
πως και πως να κλείσουν οι πόρτες του ασανσέρ για να με στριμώξεις σε κάποια γωνία και να με φιλήσεις. Τον τρόπο που περνούσες το χέρι σου μέσα από τα σπαστά μαλλιά σου μπροστά από τον καθρέφτη και το χαμόγελό σου. Τη νύχτα που κοιμηθήκαμε αγκαλιά ακούγοντας Νίκο Καρβέλα μέχρι να ξημερώσει. Το βράδυ που είχα ξαπλώσει γυμνή στο κρεβάτι σου, είχα σκεπαστεί και σε περίμενα. Το τρόπο που απαντούσες το τηλέφωνο στις 5:30 το πρωί και μετά με φίλαγες στο λαιμό. Τη μοναδική φορά που μου είχες πει ότι σου λείπω ή που μου έπιασες το χέρι και μου το φίλησες ενώ οδηγούσες. Τα τραγούδια που έλεγες ενώ κάναμε βόλτα. Τη διαδρομή που είχαμε διασχίσει με τη μηχανή σου. Τα αναπολώ όλα. Κι αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, ίσως γκρίνιαζα λιγότερο και σε φιλούσα περισσότερο. Τότε που ήμασταν στη γέφυρα ή όταν με άφησες στον ηλεκτρικό. Παντού. Συνέχεια. Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι ήσουν εσύ. Και αν με ρωτήσεις, θέλω ακόμα ένα καλοκαίρι. Θέλω πολλά καλοκαίρια. Εσύ;

 

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το πρόσωπο σου, είναι εντελώς σκόπιμη.
Ελπίζω να ξανά είσαι μαζί της και να είσαι καλά.

 

 Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Annie και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!