Γράφει η Άννα Δασκάλου.
Τι όμορφα που είναι τα μάτια σου.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια το χρώμα τους. Ξέρω μόνο πως η κόρη στο ένα είναι μικρότερη από το άλλο. Και ξέρω πως λάμπουν.
Δεν ξέρω γιατί σε αγαπάω τόσο. Ξέρω μόνο πως δε σου αξίζει να σε αγαπάω τόσο.
Τη Δευτέρα και την Τρίτη με θες, την Τετάρτη και την Πέμπτη με βαριέσαι, την Παρασκευή απολογείσαι και φεύγεις εκδρομές με φίλους, Σαββατοκύριακα ρεπό.
Κι εγώ επαναστατώ και μετά επιστρέφω πάλι και ανέχομαι. Συνειδητά ανέχομαι. Ανέχομαι γιατί σε αγαπάω. Και σε αγαπάω γιατί κάποτε έτσι ήμουν κι εγώ, κι εσύ είσαι η εξιλέωσή μου.
Σε αγαπάω γιατί μέσα στα πάθη και στα λάθη σου είσαι τέλειος, τέλειος και αυτοκαταστροφικός. Μάλλον σου αξίζει τελικά να σε αγαπάω τόσο και μάλλον ξέρω και το γιατί.
Τι όμορφα που είναι τα μάτια σου. Με κοιτούν σαν να με αγαπούν κι αυτά. Αλλά μπα. Έτσι την πάτησα. Απλά με κοιτούν και δε με βλέπουν. Τώρα το γνωρίζω πια. Με θυμάσαι μόνο όταν νιώθεις μοναξιά.
Τώρα τελευταία με έχεις εκπλήξει ομολογώ, αλλά δεν την πατάω ξανά.
Αν επιστρέψω τώρα που γνωρίζω, δε θα μπορώ πια να σου καταλογίσω τίποτα. Κι εσύ γιατί με ταλαιπωρείς; Εμένα βρήκες πανάθεμά σε; Ναι, εμένα βρήκες. Όπως κι εγώ τόσα χρόνια έβρισκα αντίστοιχους καλούς ανθρώπους να ταλαιπωρώ. Έτσι γίνεται. Αυτή είναι η φύση των ανθρώπων, τέτοιοι είμαστε, εγωιστές και ανασφαλείς.
Αλλά να ξέρεις, υπάρχει μια αδιόρατη δικαιοσύνη. Εγώ πια το έμαθα. Και κάποια στιγμή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ό,τι κάνουμε το βρίσκουμε μπροστά μας. Εγώ τα βρήκα. Καλά να πάθω. Μου αξίζει ό,τι τραβάω, μου αξίζει να σε αγαπάω.
Αλλά τέλος πια. Τώρα έβαλα μυαλό. Δεν πιστεύω πια στα θαύματα. Εσύ μου έβαλες μυαλό και σε εσένα θα βάλει κάποια άλλη. Έτσι γίνεται. Έτσι πρέπει να γίνεται. Γιατί; Γιατί έτσι. Δεν μπορώ να τα εξηγήσω κι όλα. Θα τα τρίβεις τα όμορφα τα μάτια σου, μαλακισμένο. Εγώ θα βάλω το μυαλό και τη ζωή μου σε σειρά. Συνειδητά.
Ωραία που είναι τα μάτια σου. Θα στα βγάλω να ησυχάσω.