Κάθετα, οριζόντια και διαγώνια είμαι αντίθετη στα προξενιά. Σήμερα είναι κυρίως του τύπου ότι κάποιος το παίζει καλή νεράιδα, για να ενώσει δύο αδελφές ψυχές, που δεν είναι αρκετά αδελφές ξερω ‘γώ για να συναντηθούν από μόνες τους. Όμως, πάει καιρός που άθελά μου μπήκα κι εγώ στο τριπάκι.
Ο Γιώργος, παιδικός μου φίλος, είχε χωρίσει κι έψαχνε τον εαυτό του, ψάχναμε κι εμείς να τον ελαφρύνουμε, γενικώς ψαχνόμασταν. Η κολλητή μου είχε λυσσάξει να βγούμε για ποτό και να φέρουμε μαζί και το «τσογλάνι». «Το τσογλάνι είναι μάγκας και θα τον ταρακουνήσει. Του χρειάζεται, μπας και ξεκολλήσει το μυαλό του απ’ τη γκόμενα…» επέμενε.
Με τη «γκόμενα» ο Γιώργος είχε χωρίσει άσχημα. Τα τελευταία τους κοινά βράδια δεν ήταν διόλου κοινά. Έληγαν με πόρτες να βαράνε πίσω του και τα γνωστά γυαλικά να βαράνε πάνω τους.
Σ’ εμένα ερχόταν κάθε φορά, θες επειδή με γνώριζε από πάντα, θες επειδή έβρισκε εδώ την ηρεμία, που ήταν τ’ οξυγόνο του. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά· ήθελε να βάζει τα πράγματα κάτω ειρηνικά και να βρίσκει λύσεις, ένα περιβάλλον ήσυχο, φιλικό προς το χρήστη.
Με τις φωνές αρρώσταινε. Κυριολεκτικά. Ανέβαζε πυρετό κι ώσπου να φτάσει σπίτι μου ήταν κουρέλι. Κι εγώ να τον γιατροπορεύω όλη νύχτα με τσάγια παλεύοντας να τον φέρω ξανά στα ίσα του, για να τον στείλω το πρωί στη δουλειά σαν άνθρωπο. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, αφού χάπια κι αντιπυρετικά δεν τον έπιαναν· δεν είχε κολλήσει την εποχική γρίπη – σωματικά αντιδρούσε στην φορτισμένη ψυχική του κατάσταση. Άντε, κατά περίπτωση, να του έσταζα στο τσάι και λίγο αλκοόλ, λες κι ήμαστε στον πόλεμο στα χιόνια, για να ζεσταθούμε.
Είχε αποτέλεσμα, βέβαια, γιατί σιγά-σιγά το μυαλό του έβγαινε απ’ τον πάγο και ξεκινούσε να μιλάει.
Είχαν τσακωθεί πάλι, του είχε φωνάξει, την είχε βρίσει. Στο τέλος έφευγε μισώντας τον εαυτό του. Ο Γιώργος, παιδί χωρισμένων γονιών, είδε την οικογένειά του να διαλύεται μέσα από μια διαρκή κι επώδυνη διαδικασία συγκρούσεων. Ορκίστηκε να μην ξαναπεράσει ετούτο τον πόλεμο κι όμως στη σχέση του είχε αρχίσει να βλέπει τους γονείς του μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο. «Δεν την παλεύω άλλο, Μαίρη. Για μένα η αρχή του τέλους έγινε ήδη στον πρώτο καβγά μαζί της».
Το «Τσογλάνι» ήταν άλλη φάση. Και τι φάση! Μακρυμάλλα, μελαχρινή, με τα σωστά πιασίματα. Και ψηλή. Όλο μαλλιά και πόδια ήταν αυτό το κορίτσι.
Παρέα κάναμε καιρό, όμως ποτέ δεν είχε τύχει να γνωριστούν με τον Γιώργη. Αναμενόμενο, αφού εκείνη τη μια σκαρφάλωνε βουνά με τον τάδε ορειβατικό σύλλογο, την άλλη έκανε το γύρο της Ευρώπης με κάτι μηχανόβιους. Χανόταν για μήνες κι ένα πρωί, εκεί που αρχίζαμε ν’ αναρωτιόμαστε για την επιβίωσή της, μας έπαιρνε για καφέ. Εκεί θα μας έδειχνε το πρώτο της τατού, που χτύπησε μετά από ένα βράδυ με μπίρες στην Αγγλία, θα μας έλεγε για την καινούρια γλώσσα που μάθαινε μετά το τελευταίο της ταξίδι. Μία φορά μας είχε δείξει το καινούριο σκουλαρίκι στη δική της γλώσσα.
Ήταν η χαρά της ζωής. Μιας ζωής στ’ άκρα. Δικαίως είχε κερδίσει και τον τίτλο ευγενείας «Τσογλάνι». Πληθωρική όπως ήταν, ζούσε με νεύρο και βαριόταν στην αδράνεια για πολύ. Ήθελε να τσιγκλάει τον άλλο, να τον προκαλεί. Δεν το ‘χε σε τίποτα να στήσει κι ολόκληρο καυγά. Όχι γιατί πραγματικά βίωνε τη σύγκρουση, αλλά γιατί την εξίταρε η διαδικασία. Έψαχνε στα πάντα το αλατοπίπερο, αποζητούσε τη δράση.
Όμως η δράση έχει αντίδραση. Αυτά φοβάμαι και δε θέλω ν’ ανακατεύομαι. Η κολλητή μου έβλεπε στον έναν τη σωτηρία του άλλου. Εγώ έβλεπα ξίδι και σόδα. Θυμάσαι το πείραμα με το ηφαίστειο στο δημοτικό; Ο δάσκαλος προσπαθούσε να μας δείξει πώς αλληλεπιδρούν τα υλικά και το βουναλάκι στο τέλος άφριζε λόγω της βίαιης χημικής αντίδρασης.
Τελικά υποχώρησα και κανονίσαμε έξοδο. Είχα κουραστεί εξάλλου να βλέπω τον Γιώργη να παλεύει. Έτσι, οποιαδήποτε λύση έμοιαζε ικανοποιητική σ’ εκείνη τη φάση. Όταν μάλιστα η χημεία έδειξε να είναι με το μέρος τους, χαλάρωσα ακόμα περισσότερο και τους άφησα να παίζουν με τα χώματα και να φτιάχνουν ηφαίστεια παρέα.
Μέχρι που σηκώθηκε το «Τσογλάνι», έδωσε μία και τα σκόρπισε όλα. Δεν μπορούσες ν’ απαιτήσεις απ’ αυτήν τίποτα διαφορετικό. Και πολύ είχε κρατηθεί.
Προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε κι εμείς όσο μπορούσαμε, γιατί ήταν ωραίοι μαζί, ρε γαμώτο! Της εξηγήσαμε την ανάγκη του Γιώργου για ομαλότητα. Είπαμε σ’ εκείνον ότι δε φταίει – η κοπέλα είναι φωτιά, που όσο της βάζεις όρια τα καίει για να εξαπλωθεί παραπέρα. Όχι ότι μας χρειάζονταν· έβλεπαν μια χαρά ο ένας τη φύση του άλλου. Ήταν καθαρά θέμα του πώς θα επέλεγαν να το διαχειριστούν.
Στον τελευταίο τους καβγά, εκείνη χειρονομούσε μπροστά του σαν μαέστρος χωρίς ραβδί. Την είχε συνεπάρει ο ρυθμός τους. Πάνω στο κρεσέντο ο Γιώργος ρίχνει τη γροθιά του στην πόρτα του μπάνιου της προκαλώντας μια ωραιότατη τρύπα. Μετά απ’ αυτό έφυγε κι από τότε δεν έχουν επικοινωνήσει.
Ο Γιώργος αναγνωρίζει τον εκρηκτικό χαρακτήρα της κοπέλας του κι ότι οι τσακωμοί δε σημαίνουν γι’ αυτήν τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι αδρεναλίνης, όπως η ταχύτητα πάνω στη μηχανή. Αυτό που προσπαθεί να ξεκαθαρίσει είναι αν ο ίδιος θα καταφέρνει να τρέχει μαζί της χωρίς να σκοτωθούν. Χρειάζεται σκληρή δουλειά με τον εαυτό του, για να φρενάρει τους προσωπικούς του δαίμονες, κάθε φορά που εκείνη γκαζώνει.
Όσο για το «Τσογλάνι», τη συνάντησα στο δρόμο ευδιάθετη όπως πάντα. «Μ’ αγαπάει. Η τρύπα είναι ζωντανή απόδειξη. Είναι κάτι που δημιούργησε με τα χέρια του κι αιτία ήμουν εγώ! Δεν πρόκειται να την επιδιορθώσω. Κόλλησα μάλιστα ένα χαρτάκι από κάτω με την ημερομηνία, σαν έκθεμα μουσείου».
Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά. «Αν γυρίσει, θα τον περιμένω. Αν όχι, θα το καταλάβω. Ξέρω ποιος είναι, γι’ αυτό δεν τον παρεξηγώ. Το καπέλο του βγάζω, γιατί είναι ο πρώτος που έφυγε από επιλογή κι όχι επειδή τον έδιωξα εγώ».
Μέχρι τώρα που γράφω τις τελευταίες λέξεις, η τύχη τους δεν έχει ακόμα αποφασιστεί. Κρίμας, γιατί μένω κι εγώ χωρίς φινάλε. Παίρνω, λοιπόν, την πρωτοβουλία να βάλω σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας τους το τέλος.
Ή μήπως όχι;