Η πιο όμορφη περίοδος του χρόνου δεν είναι άλλη απ’ αυτή των διακοπών! Μαζεύεις ρούχα, αποσμητικά –μην τα ξεχνάμε αυτά–, ξυριστικά, καλλυντικά, προίκα και ξεκινάς. Στην Ελλάδα είσαι, σε νησί θα πας, να κάνεις τα μπανάκια σου όπως πρέπει.
Ξεκινάς, φτάνεις, κατεβαίνεις απ’ το πλοίο και κάπου εκεί επικρατεί το χάος. Ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων με καπέλα και κάμερες που τρέχουν από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας να προλάβουν να δούνε τα πάντα. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι μας τουρίστες, όλοι τους λατρεύουμε κι όλοι τους μισούμε για κάποιους λόγους. Υπάρχουν διάφοροι τύποι οι οποίοι διαμορφώνονται ανάλογα με το χαρακτήρα του καθενός.
Ο πιο συνηθισμένος τύπος είναι ένας κι είναι ο αυτός που μας έρχεται πρώτος στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη «τουρίστας». Ο φωτογράφος. Είναι ο τύπος ή η τύπισσα που έχει έρθει με στόχο να γυρίσει πίσω με γεμάτο φωτογραφικό άλμπουμ. Βγάζει τα πάντα, δεν τον ενδιαφέρουν μόνο τα αξιοθέατα, δε θέλει να χάσει στιγμή απ’ το ταξίδι του κι έτσι φωτογραφίζει απ’ τα μνημεία μέχρι και τους κάδους, γιατί είναι διαφορετικοί απ’ αυτούς που έχει στην περιοχή του.
Μετά, αφού μιλάμε πάντα για ελληνικό νησί, έχουμε τον καλοφαγά. Είναι αυτός ο τουρίστας που θέλει σε δύο μέρες να δοκιμάσει κάθε παραδοσιακό πιάτο. Να πιει ελληνική μπίρα και να «τσιμπήσει» μερικούς μεζέδες.
Ακολουθεί ο τουρίστας-εγκυκλοπαίδεια. Συνήθως είναι κάποιος αρχαιολόγος, καθηγητής, ή επιστήμονας, απλά περήφανος στην περιοχή του κι έχει αποφασίσει να μας μάθει όλη την ιστορία μέσα στις ξεναγήσεις. Δεν είναι ο ξεναγός αν εκεί πάει το μυαλό σου, είναι το σπαστικό παιδάκι που έχει την απάντηση σε όλα, είναι ο ίδιος που την ώρα που μιλάει ο ξεναγός θα τον διακόψει ώστε να συμπληρώσει κάτι ή να διορθώσει κάτι που –όπως λέει –δεν ξέρει καλά.
Πακέτο με τον τουρίστα-εγκυκλοπαίδεια πάει συνήθως ο «Πού πάω;». Είναι αυτός που βοηθάει τον ξερόλα διότι του κάνει τις ερωτήσεις. Είναι απλό, αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει τίποτα, κάνει συνέχεια ανούσιες ερωτήσεις χωρίς να είναι αναγκαίο. Θα σε σταματήσει στο δρόμο για να σε ρωτήσει πού είναι το μαγαζί που ψάχνει ακόμα και αν είναι πίσω σου, θα σε ρωτήσει πόσο κάνει το εισιτήριο που θέλει ενώ δεν είσαι εσύ υπεύθυνος. Θα σε ρωτήσει γενικά.
Μην ξεχνάμε τον καημένο τουρίστα. Βγαίνει σε δύο εκδοχές. Η μία είναι να είναι μόνος του κι η άλλη με την κοπέλα του. Στην πρώτη είναι απλά αυτός που δεν ξέρει να πακετάρει, έχει πάρει πόσες βαλίτσες μαζί του χωρίς να χρειάζεται ούτε τα μισά από αυτά και δεν μπορεί να περπατήσει απ’ το βάρος. Στη δεύτερη εκδοχή πάλι δεν μπορεί να περπατήσει, μόνο που τότε έχει φορτωθεί αποσκευές δύο ατόμων γιατί θέλησε να το παίξει ευγενικός και τώρα η κοπέλα προχωράει άνετη κι αυτός σέρνεται πίσω της.
Τέλος έχουμε τον ελληνάρα τουρίστα. Τις διακοπές δηλαδή που παίρνουμε τη Μαρία, την Κίτσα, τη γυναίκα (η Μαρία κι η Κίτσα είναι οι κολλητές της), τα παιδιά, κανένα φίλο των παιδιών, την πεθερά και 5-6 φουσκωτά, τα φορτώνουμε στην οροφή του αμαξιού και βάζουμε το αμάξι στο πλοίο.
Αυτό το γκρουπάκι τουριστών θα το καταλάβεις πολύ εύκολα στην παραλία, όπου την πιάνουν κυριολεκτικά ολόκληρη. Φέρνουνε τη δικιά τους ομπρέλα, τις δικές τους ξαπλώστρες, ψυγειάκι, φαγητό, καμιά μπίρα, καμιά δεκαριά αντηλιακά, τα φουσκωτά που έβγαλαν απ’ την οροφή του αυτοκινήτου και μερικά κουβαδάκια, για να κάτσουν μόνο δύο ώρες.
Οι περιπτώσεις είναι πολλές, το θέμα είναι να περνάμε καλά όπου και να είμαστε. Καλές διακοπές λοιπόν!
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Τεκέλογλου: Πωλίνα Πανέρη