Θα ΄θέλα, απ΄την αρχή, να σε αγαπήσω.
Μα πώς να αγαπήσω το φόβο μου;
Από μικρό παιδί παλεύω με σένα που φοβάμαι.
Εγώ ανθρωπάκι, κρυμμένο στα σκοτάδια και εσύ να με τραβάς απ’ τα μαλλιά.
Πάντα έτσι μας θυμάμαι.
Στο σπίτι, μέρα-νύχτα, τα πατζούρια κλειστά κι ο μπαμπάς αμίλητος. Μη μας δουν, μη μας ακούσει η γειτονιά.
Μα, πες μου, ποιος κατάφερε ποτέ ν΄ακούσει τον βουβό, ξένο πόνο;
Κι εσύ, μάνα, ήσουν δεν ήσουν εκεί, πάντα έλειπες.
Κι οταν επέστρεφες, αργά τα βράδυα, τότε μου έλειπες ακόμη πιο πολύ.
Γιατί, εκείνη η γυναίκα, που τρέκλιζε μεθυσμένη στην πόρτα, δεν γινόταν να είσαι εσύ.
Μια ξένη ήταν, μια άγνωστη ζητιάνα, που παρακαλούσε βρίζοντας και σπαράζοντας, δίχως τότε να καταλαβαίνω γιατι.
Κατάλαβα αργότερα, πως για φροντίδα, παρακαλούσες, μα δεν είχες φωνή να το πεις.
Κι όλο έφευγες, γιατί δεν άντεχες να μένεις.
Τον εαυτό σου τον λιγοστό, δεν άντεχες.
Τις σκέψεις σου, τα λάθη, που επαναλάμβανες, τα αδιέξοδά σου.
Πίσω από τα ίδια πατζούρια έζησες κι εσύ.
Μα όπου κι αν πήγαινες, το σκοτάδι ήταν μέσα σου.
Έτσι έμαθες να φεύγεις με το ποτό.
Κι ας σε γράπωναν τα χέρια μου στην πόρτα, κι ας σου κλείνε το κλάμα μου το δρόμο.
Κι όλο μας έσπρωχνες, όλο μας έδιωχνες μακρυά. Κι εκείνον περισσότερο.
Σε θυμάμαι να του φωνάζεις πως ήθελες μιαν άλλη ζωή, που εκείνος δεν χωρούσε, μα αυτός δεν έφευγε ποτέ.
Πάντα σε περίμενε να γυρίσεις.
Αργότερα κατάλαβα πως δεν γινόταν να χωρέσεις δυο άντρες στη ζωή σου.
Και εκείνος το ήξερε, μα δεν έλεγε κουβέντα πουθενά. Ούτε στον ίδιο του τον εαυτό.
Γιατί μέσα του βαθιά, σε είχε κλειδώσει να χαμογελάς, όπως παλιά που του έφτιαχνες τη μέρα.
Τότε που οι άνθρωποι σε αγαπούσαν, ή τουλάχιστον έτσι πίστευες.
Ήταν τότε που είχες μια ωραία δουλειά, που φορούσες ψηλά τακούνια, που τις Κυριακές ψήναμε όλοι μαζί στον κήπο.
Και οι συμμαθητές μου, με ζήλευαν που σε είχα εγώ μαμά κι εκείνοι όχι.
Κι εγώ, έμενα να παρατηρώ, από απόσταση, σαν μέσα από οθόνη, τις δικές τους ζωές, κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού μας.
Εκεί, κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει, ούτε να με τρομάξει.
Γιατί είχα μάθει να ζω με το φόβο, πως μια μέρα θα με πληγώσουν κι αυτοί.
Έτσι, ούτε και σένα μπορούσαν να δουν να με χτυπάς, μέχρι να με ματώσεις.
Και συνέχιζα να τους λέω πως με γρατζούνισε η γάτα, και αυτό ήταν το δικό μας μυστικό και το δικό μας παραμύθι.
Σαν τα μυστικά και τα ψέματα, που ζούσες, μέσα τους κι εσύ.
Με κάθε γουλιά γινόσουν δυνατή, όλα να τα σηκώσεις στους ώμους σου. Και το φόβο. Και τη ντροπή.
Γιατί ντρεπόσουν που με χτυπούσες, το ξέρω.
Μα εκείνη η γυναίκα δεν ήσουν εσύ.
Μεγαλώνοντας, έγινα κι εγώ διαφορετική.
Σαν εσένα, μάνα.
Κι έχω το ίδιο σύννεφο στα μάτια.
Τους ίδιους δαίμονες, παλεύω να νικήσω: την ανασφάλεια και το φόβο, πως ούτε κι εγώ είμαι αρκετή.
Στα φαγητά βάζω πολύ πιπέρι και πολύ σκόρδο, όπως και εσύ όταν μας μαγείρευες τις Κυριακές, στο σπίτι .
Όμως δεν έχω πιει ποτέ αλκοόλ στη ζωή μου. Μου προκαλεί αηδία και μόνο που το μυρίζω .
Γιατί τότε σε θυμάμαι να κλαις στα σκαλοπάτια και να ζητάς τη ζωή σου πίσω.
Κατάλαβα πως με κάθε ενοχή, με κάθε πληγή, με κάθε ψέμα, χρειάζεται να κάνω ειρήνη και έπειτα να τα προσπεράσω.
Και πως αυτή η διαφορετικότητα, θα με ματώνει, μέχρι να την αποδεχτώ και να την αγκαλιάσω.
Γιατί, από σένα έμαθα, πως μας πονάνε οι αγκαλιές που αρνούμαστε από φόβο κι όχι εκείνες που απλόχερα μοιράζουμε τριγύρω, Μάνα…