Καλωσορίσατε στην εποχή του «μου» και του επιπόλαιου ρομαντισμού. Μία εποχή όπου ακμάζουν η λεκτική κτητικότητα και η αλόγιστη χρήση αγαπησιάρικων εκφράσεων. Είμαι σίγουρη πως δε σας είναι νέο. Θα έχετε συχνά παρατηρήσει σε συνομιλίες σας με πόση ευκολία και πόσο γρήγορα εκτοξεύονται εκφράσεις όπως «αγάπη μου», «μωρό μου» και τα συναφή.

Ορισμένοι μπορεί να απολαμβάνουν να είναι αποδέκτες τέτοιων εκφράσεων ενώ δεν έχει περάσει ούτε βδομάδα απ’ τη γνωριμία με το συνομιλητή τους. Άλλοι πάλι να αδιαφορούν γιατί διακρίνουν καθαρά τις προθέσεις του κι αποδέχονται τους όρους του παιχνιδιού. Υπάρχουν, όμως κι εκείνοι που χωρίς πολλά-πολλά το απεχθάνονται γι’ αυτό και δε θα τους ακούσεις ποτέ να τις ξεστομίζουν χωρίς να τις εννοούν. Αποφασιστικά και μετρημένα ταυτόχρονα, χωρίς να τις φοβούνται, τις χρησιμοποιούν στους κατάλληλους χρόνους και τις πρέπουσες στιγμές.

Γιατί οι λέξεις έχουν σημασία. Έχουν βάρος, δύναμη και νόημα. Έχουν συνέπειες τις οποίες αναγνωρίζουν. Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να τις ξεφτιλίζει, ούτε και να τις ξεπουλάει για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Όποιος θέλει σκέτο σεξ να έχει το θάρρος να το δηλώσει και ν’ αφήσει τα παραμύθια για να κάνουν όνειρα τα παιδιά. Όποιος αποζητάει τον έρωτα να τον φωνάξει με τ’ όνομά του και να πάψει να διακηρύσσει την ανεξαρτησία του μη τυχόν και το θέλω του εκληφθεί ως αδυναμία.

Τα «σ’ αγαπώ» δεν ξεστομίζονται ούτε για πλάκα και στα «σε θέλω» πρέπει να ’ναι ξεκάθαρο το «για πόσο». Ακόμα κι αν η απάντηση είναι «μόνο για ένα βράδυ». Ο καθένας έχει τις ανάγκες του αλλά μην ξεχνάμε πως το κλάσμα έχει δύο παρονομαστές. Αν διαφέρουν δε χάθηκε ο κόσμος. Υπάρχει και το παρακάτω.

Προς τι το συναισθηματικό τσίρκο λοιπόν; Διότι περί αυτού πρόκειται, και μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η υπεραπλούστευση στις σχέσεις. Δε γίνεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη να ξεπηδούν αστέρια από δω και πριγκίπισσες από κει. Παραείναι άκοπο. Στην τελική, κανείς δεν εκτιμά αυτό που του χαρίζεται. Εκείνο που κερδίζεται, όμως, είναι από μόνο του ιστορία.

Κανείς δεν ισχυρίζεται πως όποιος το ’χει εύκολο με τα λόγια έχει απαραίτητα κακές προθέσεις. Η οικειότητα εξάλλου δε θέλει πάντα χρόνο. Οι χειραγωγοί των λέξεων, όμως, δεν ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Γιατί είναι τακτικιστές. Καθοδηγούν τις συζητήσεις μέχρι να καταλήξουν στο αποτέλεσμα που επιθυμούν. Αν δώσεις λίγο βάση, όμως, θα παρατηρήσεις πως ακόμα κι αυτοί άλλα χρειάζονται, άλλα δηλώνουν και άλλα διεκδικούν.

Εδώ δε μιλάμε για εκείνους που έχουν επιλέξει συνειδητά την εργένικη ζωή και όταν λένε «δε θέλω σχέση» πραγματικά δε θέλουν τη μονιμότητα. Μιλάμε για μια κάστα συναισθηματικά πληγωμένων ανθρώπων που κρύβονται πίσω από εφήμερες σχέσεις. Αυτούς όχι μόνο τους ξεχωρίζεις αλλά και πολύ εύκολα τους διαβάζεις. Και μόνο απ’ το πώς διακωμωδούν τον έρωτα και τον αποτροπιασμό που δείχνουν σε ότι τον αφορά.

Οι μέθοδοί τους περιλαμβάνουν ζαχάρωμα κι ερωτοτροπίες. Όχι με σκοπό να εξαπατήσουν -είναι πάντα ξεκάθαροι- αλλά για να ικανοποιήσουν εγωιστικά τη μόνη τους επιθυμία. Εκείνη στην οποία βιώνουν με ανώδυνο τρόπο και μέχρι το βαθμό που τους το επιτρέπει η άμυνά τους την ανθρώπινη επαφή. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν συχνά το «μου». Για το δέσιμο και τη σύνδεση που τόσο αποφεύγουν αλλά έχουν και τόσο ανάγκη να αισθανθούν. Σε κάθε περίπτωση, για χάρη της ψευδαίσθησης αυτής, μετά το πέρασμά τους που συνήθως καταλήγει με εξαφάνιση, αφήνουν εντυπώσεις. Τις χειρότερες. Ήταν ξεκάθαροι πάντως, αν κάπου μετράει!  

Τίποτα ωστόσο απ’ τα παραπάνω δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Οι λέξεις σήμερα είναι κούφιες και δεν είναι να τις παίρνεις στα σοβαρά. Αν πάντως θέλεις να αποδώσεις ευθύνες ξεκίνα απ’ τον εαυτό σου. Την επόμενη φορά που θα σου ‘ρθει να αποκαλέσεις κάποιον «χαρά μου», «ψυχή μου» ή «καρδιά μου», ξανασκέψου το. Ή μάλλον φρόντισε να είναι. Γιατί έχει καταντήσει πολύ πια γραφικό σε μία γλώσσα με τόσο πλούσιο λεξιλόγιο, να χαραμίζονται για το τίποτα και τον καθένα οι πιο ουσιαστικές και ουσιώδεις λέξεις που το απαρτίζουν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Αρβανίτη: Καλπαζίδου Σοφία

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Αρβανίτη