Πρώτη ανακάλυψε πως κάτι δεν πάει καλά με τα μούτρα μου η μαμά μου, εκεί γύρω στα τρία με τέσσερά μου έτη· με κατσάδιαζε, με συμβούλευε, με ζουζούνιζε, δεν έχει σημασία, εγώ την κοιτούσα μ’ ένα ύφος που εκείνη ονόμαζε ειρωνεία, κι ας μην ήξερα ακόμη την έννοια του όρου.
Έτρωγα λοιπόν την τιμωρία μου για να μάθω να είμαι αυθάδης, κι ας την κοιτούσα απλώς να με μαλώνει χωρίς να καταλαβαίνω το λόγο. Πέρασαν τα χρόνια, το βλέμμα ίδιο, μια ανάμειξη διαρκούς απαξίωσης και -ξέρεις ποια είμαι εγώ-, από τη βάφτιση μέχρι την αποφοίτηση και πάει λέγοντας. «Δεν έφταιγες τελικά πουλάκι μου», μου είπε μια μέρα που τη φώτισε ο Θεός, «έτσι είναι τα μούτρα σου». Δικαίωση.
Όχι, δε σου λέω τον πόνο μου, γιατί δεν είμαι μόνο εγώ, είμαστε πολλοί· είναι η Rihanna, η (βασίλισσα) Victoria Beckham, η Μαρία Χοακίνα, o Kanye West (που δεν ξέρω, αν τον κατάντησε έτσι το Καρντασιανέικο), η Άντζελα Δημητρίου (που δεν ξέρω αν είναι επίκτητο) και η Μαρίζα, η συμμαθήτριά σου απ’ το Δημοτικό που δεν τη χώνευε ούτε ο κύριος που είχε το κυλικείο.
Αυτό που εμείς στην Ελλάδα ονομάζουμε ψυχρά και κατηγορηματικά «ξίνια», στα εξωτερικά έχει δόκιμα ονομαστεί απ’ τη λαϊκή ψυχολογία «resting bitchface disorder» και τυγχάνει κοινής αποδοχής, εδώ και πολλά χρόνια.
Bitchface λοιπόν, διαθέτουμε εμείς που ξυπνάμε, πίνουμε τον καφέ μας, κουβαλάμε τις σακούλες του σουπερμάρκετ, οδηγάμε, κάνουμε γιόγκα ή ό,τι άλλο τέλος πάντων με μια μόνιμη έκφραση σιχασιάς κι αγανάκτησης. Μοιάζουμε διαρκώς ειρωνικές, ενοχλημένες, έξαλλες με κάποιον φανταστικό εχθρό, σαν να μας έκλεψε τη θέση πάρκινγκ σε ώρα αιχμής τρίκυκλο, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να είναι απλά μια συνηθισμένη μέρα όπως όλες ή ακόμη κι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μας.
Γελάμε, πώς δε γελάμε; Γελάμε όμως μόνο, όταν κάτι είναι πραγματικά αστείο ή αλλιώς από μέσα μας, να μην κάνουμε και ρυτίδες. Έχουμε συνηθίσει να μην πείθουμε πως περνάμε καλά, να μοιάζουμε πως βαριόμαστε θανατηφόρα, ενώ διασκεδάζουμε, να νομίζει ο κόσμος πως είμαστε θυμωμένες, ενώ εμείς εκείνη την ώρα σκεφτόμαστε πως το αυτοκίνητο θέλει πλύσιμο, τι ν’ απέγινε μ’ εκείνο το δέμα που περιμένουμε εδώ και τόσες μέρες ή τι σκατά να φάμε για μεσημεριανό.
Δεν είναι τόσο εύκολο να μην είμαστε σαν όλους τους πρόσχαρους ή έστω νορμάλ ανθρώπους γύρω μας, που δε μοιάζουν σαν να είναι μέλη οικογενείας σε εκατονταετή βεντέτα με τους γείτονες· γι’ αυτό μη βιαστείς να μας χαρακτηρίσεις, μη σε βρει κι εσένα η οργή του εκ γενετής σηκωμένου μας φρυδιού.
Ναι, είναι εξοντωτικό να πρέπει ν’ απαντάς μονίμως ευγενικά σ’ όλα αυτά τα «Έχεις κάτι;», «Όλα καλά;», «Είσαι κουρασμένη, στεναχωρημένη, θυμωμένη;», ενώ θέλεις να πεις με παραίτηση πως έτσι γεννήθηκες γαμώ τα σύμπαντα όλα, μπας και δεήσουν να σ’ αφήσουν στην ησυχία σου. Σε μια ησυχία που -μεταξύ μας- όταν κάποιος την παρατηρεί από μακριά, όντως φωνάζει «επίδοξος serial killer».
Έχει όμως και τις ευκολίες του το συγκεκριμένο σύνδρομο, οπότε no big deal. Δεν είναι λίγες οι φορές που αποτελεί την ασπίδα που μας προστατεύει από επίδοξους, αμφιβόλου ποιότητας μνηστήρες, οι οποίοι σου λένε «άντε μωρέ που θα μπλέξω εγώ με τη δυσκοίλια» οπότε γλιτώνουμε κι εμείς από σιχαμερές συνδιαλέξεις, γλιτώνουν κι αυτοί το πορτοφόλι τους από άκαρπα κεράσματα (δύσκολες οι εποχές πρέπει να νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλον παιδιά).
Άσε που δε θα μας βρεις ποτέ να παίρνουμε μέρος σε συζητήσεις που βαριόμαστε οικτρά, καθώς θα κοιτάξουμε νωχελικά έξω απ’ το παράθυρο κάνοντας το συνομιλητή μας να σταματήσει να μας εξιστορεί τις ξεκαρδιστικές -αν μη τι άλλο- ιστορίες του απ’ το στρατό.
Είμαστε αυτές που δεν είσαι ποτέ σίγουρος τι σκέφτονται, αλλά μην ανησυχείς καθώς μπορούμε να γίνουμε και γλυκούλες, αν το θελήσουμε. Αρκεί να μας κάνεις να το θελήσουμε.
Και τότε η συνέχεια είναι γνωστή· «Τελικά είσαι πολύ καλή, δε σε είχα έτσι στο μυαλό μου», κι αν βάζαμε στον κουμπαρά μας ένα ευρώ για κάθε φορά που μας το έλεγε κάποιος άνθρωπος που μας γνώριζε καλύτερα, τώρα θα είχαμε αγοράσει ένα τόσο δα ιδιωτικό νησάκι και θα πίναμε τα κοκτέιλ μας σηκώνοντας το φρύδι ξαπλωμένες σε ολόδική μας παραλία, αυτή τη φορά συνειδητά.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου