Χτυπάει που λες το τηλέφωνο τις προάλλες, Κυριακή εννιά η ώρα.

Τουλάχιστον βάναυσο.

«Έλα Γιοβάννα, πήρα να σου πω ότι ο Κώστας ο γιος του κ. Νίκου που τελείωσε στα πέντε χρόνια ηλεκτρολόγος μηχανικός και έκανε και μεταπτυχιακό στην Ολλανδία, μπήκε σε μια εταιρία που του έβαλε να υπογράψει συμβόλαιο πως δεν έχει κανένα τατουάζ στο σώμα του.

Εσύ να τα βλέπεις αυτά που έχεις δυο, με τις βλακείες σου δε θα βρεις ποτέ δουλειά.»

Μουρμούρισα ένα «θα σε πάρω μετά» και δεν ασχολήθηκα άλλο.

Ειλικρινά με έχει κουράσει απίστευτα αυτή η στενομυαλιά του κοσμάκη σχετικά με το ντύσιμο.

Δηλαδή ρε μεγαλοστέλεχος για να καταλάβω, παίρνεις τον τύπο με τα γυαλάκια επειδή εγώ έχω τρύπα στη μύτη; Αυτό είναι το μοναδικό σου κριτήριο; Δε θα μας ακούσεις, δε θες να μάθεις γιατί θέλω τη θέση;

Θα με αδειάσεις επειδή μου αρέσει το κόκκινο κι εσένα το γκρι αρζαν;

Είναι κριτήριο εξυπνάδας και καταλληλότητας το αν εγώ έχω χτυπήσει στα δεκαεννιά μου έναν ινδιάνο στον κώλο;

Το γελοιοδέστερο της υπόθεσης είναι ότι όλα τα περιοδικά, οι εκπομπές, ακόμα και το σχολείο σε γαλουχούν να αποδέχεσαι και να αναζητάς την διαφορετικότητα, βρίσκοντας το δικό σου στίγμα στον παγκόσμιο και εγχώριο χάρτη.

Μπαίνεις λοιπόν στο πανεπιστήμιο και κάνεις όποια μαλακία σου καρφωθεί.

Βάφεις τα μαλλιά σου μπλε, φοράς τις ζακέτες της γιαγιάς σου γιατί είναι τρελή βινταζιά, έχεις τρύπα στη γλώσσα το φρύδι και τον αφαλό και τρία τατουάζ σε εμφανή σημεία.

Συνηθίζεις να φοράς ό,τι σου γουστάρει, σχεδόν απαρνέισαι το τακούνι και τη γραβάτα που καμιά φορά σε τραβούσαν στο βούρκο της σοβαροφάνειας όταν ήσουν δεκαεφτά.

Κι αφού συνηθίσεις, βγαίνεις στην αγορά εργασίας.

Από κει λοιπόν που είσαι χαλαρός κι ωραίος, ξαφνικά πρέπει να προσέχεις μέχρι και τι βρακί φοράς.

Γεμίζουν οι ντουλάπες με μαύρα και καφέ σακάκια, και τα μαλλιά σου από μπλε γίνονται όμπρε ή μελί.

Αν έχεις τατουάζ όπως ο καημένος ο Νίκος, τότε την πάτησες ούτε σερβιτόρος δε θα μπορείς να δουλέψεις, (με μια μικρή μαμαδίστικη υπερβολή, φυσικά).

Για να μην πιάσω το θέμα των γονέων που πιστεύουν ακράδαντα πως φοράς διαφορετικές κάλτσες και έχεις βρώμικα σταράκια για να τους την σπάσεις.

Πολύ μεγάλη ιδέα έχετε απανταχού γονείς και συγγενείς για την πάρτη σας. Ούτε δεκάρα δε δίνει ο εικοσάρης αν η θεία Νίτσα τον πει φρικιό ή «πως είσαι έτσι παιδάκι μου χτένισε λίγο το μαλλί να φανεί το προσωπάκι σου».

Τα ρούχα, τα μαλλιά, είναι μια μορφή τέχνης πάνω μας, εκφράζουν τις ανησυχίες μας, τις ειλικρινείς επιρροές μας, τη διάθεση και τα πρότυπά μας.

Αν εμένα μου επιβάλεις ένα άχαρο στενό λευκό πουκάμισο, που σε κάποιον μπορεί να ταιριάζει γάντι, πως περιμένεις να μπορώ να αποδώσω το μέγιστο μου;

Αφού ρε φίλε, δεν αισθάνομαι άνετα.

Θα μου πεις, αισθάνεσαι περισσότερο άνετα αν έχεις κόκκινη αφάνα και τρύπια ζακέτα και σε κοιτάνε σαν έλιεν στο δρόμο;

Ναι είναι η απάντηση και δεν έχω και κανέναν ενδοιασμό.

Και ξέρεις γιατί; Γιατί όσο και να μη θέλεις να το δεις ή να το δεχτείς, εγώ δεν ντύνομαι χρωματιστά ή δεν κάνω τατουάζ για να σου τη σπάσω.

Το κάνω γιατί θέλω να με δοκιμάσω, να με μεταμορφώσω και να αποφασίσω, τώρα που είμαι είκοσι και δικαιούμαι να κάνω μαλακίες, ποια εμφάνιση θέλω ίσως να έχω για όλη μου τη ζωή.

Ακούω καμιά φορά και το άλλο το γελοίο, «ε εντάξει αν είσαι στον καλλιτεχνικό χώρο επιτρέπονται τέτοιου είδους εμφανίσεις, μα σε δουλειά γραφείου πρέπει να είσαι σοβαρός».

Τα φάουλ πάνε και έρχονται δηλαδή. 

Αν είσαι καλλιτέχνης σαφώς και δεν είσαι σοβαρός, αλλά αν είσαι στο γραφείο σου με πουκαμισιά και στο μυαλό κουβαλάς άχυρα, είσαι ευυπόληπτος και σωστός συνεργάτης.

Ξεκολλάτε λίγο ρε παιδιά και γεμίσαμε μαύρα κοστούμια και γκρίζους ανθρώπους.

Δε βαριέστε τόση μονοτονία;

Να ποντάρεις στις κάλτσες που ποτέ δεν έγιναν ζευγάρι γιατί και οι μεγάλες ιδέες, δεν προήλθαν ποτέ από κολλαριστά πουκάμισα. 

Κάτι διαφορετικό, αυτό κάνει τον κόσμο να γυρίζει.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου