«Έλα, παιδί μου, έλα κι είναι η ώρα να φας το ροδάκινό σου. Ξέρεις τι ωραίο που είναι; Δες το, ζουμερό κι ολόφρεσκο, ξέρεις πόσο θα σου αρέσει και πόσο θρεπτικό είναι για ‘σένα, τώρα που είσαι στην ανάπτυξη;»
Μη μου πεις ότι δεν έχεις περάσει κι εσύ τα καλοκαίρια σου με φόντο αυτές τις λέξεις βγαλμένες απ’ το στόμα της κάποτε ιδιαίτερα πιεστικής μα, κατά τ’ άλλα, πάντα γλυκύτατης κι αγαπημένης σου γιαγιάς;
Πάμε, λοιπόν, πολλά (ίσως και πάρα πολλά) χρόνια πίσω, τότε που κάπου εκεί στα τέλη Ιουνίου, γέμιζες το βαλιτσάκι σου με τα καλοκαιρινά σου ρούχα, το μαγιό και τα καπέλα σου και μετακόμιζες στο αγαπημένο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, για να περάσεις εκεί το υπόλοιπο καλοκαίρι σου…
Γιατί πέρα απ’ τα παιχνίδια, τις πολύχρωμες μπάλες σου, τα ανάλαφρα καλοκαιρινά βιβλία σου, κάτι άλλο δεν είχες στο μυαλό σου, αφού για όλα τα υπόλοιπα, η γιαγιά ήταν αυτή που σκεφτόταν και φρόντιζε για ‘σένα.
Μόλις, λοιπόν, οι δείκτες του ρολογιού σχημάτιζαν μεταξύ τους ορθή γωνία προς τα δεξιά, ήξερες ότι η ώρα ήταν τρεις, τουτέστιν; Πλένεις χέρια, πλησιάζεις το τραπέζι κι απολαμβάνεις τις χειροποίητες δημιουργίες της.
Τη μία μέρα έβλεπες τα σουτζουκάκια να ‘ναι απλωμένα στην κατάλευκη πιατέλα, την επομένη έβλεπες τα γιουβαρλάκια στο τσουκάλι και δεν κρατιόσουν, τη μεθεπόμενη, το μοσχοβολιστό μοσχαράκι αραγμένο στο ταψί να κολυμπάει στο κριθαράκι και να σου σπάει τη μύτη! Τις δε Κυριακές, η σπεσιαλιτέ της, το παστίτσιο της με αυτή την ανεπανάληπτη κρέμα μπεσαμέλ από πάνω, σε αποχρώσεις του χρυσού και του πορτοκαλί, σε έκανε να μένεις καθηλωμένος στην καρέκλα του τραπεζιού για τουλάχιστον μισή ώρα, ίσως και περισσότερο.
Κι αφού αυτό το πλουσιοπάροχο και γεμάτο αγάπη γεύμα έφτανε στο τέλος του, εσύ πήγαινες στο καθιστικό να δεις παιδικά. Άλλες φορές πάλι, που η γιαγιά ήθελε να παρακολουθήσει την καθιερωμένη της μεσημεριανή εκπομπή στην τηλεόραση, υποχωρούσες και πήγαινες στο δωμάτιο. Εκεί σε περίμενε ο ανεμιστήρας, στο 3 φυσικά, και συνήθως έλυνες μικρές γλωσσικές ασκησούλες ή απλά μαθηματικά προβλήματα από το βιβλίο «Χαρούμενες Διακοπές» που σου είχε πάρει η μαμά κι εκείνο το καλοκαίρι. Εναλλακτικά, ζωγράφιζες ή μετρούσες αντίστροφα για το απογευματινό παιχνίδι στην πλατεία.
Όμως, καλά-καλά δεν είχε περάσει μια ώρα κι η γιαγιά ξεπρόβαλλε και πάλι στην πόρτα, με ένα πιάτο γεμάτο απ’ το καρπούζι που πήρε το πρωί απ’ τον μανάβη. «Κοίτα, παιδί μου, τι σου έκοψα. Ξέρεις πόσο γλυκό είναι; Το ‘χα όλη μέρα στο ψυγείο κι έχει παγώσει. Φάε και θα με θυμηθείς.» «Μα, γιαγιά, πριν λίγο έφαγα, όχι πάλι», έλεγες εσύ. «Μα αυτό είναι φρούτο, παιδάκι μου, είναι σκέτο νερό, ίσα-ίσα να σε ξεδιψάσει και να σε γλυκάνει» απαντούσε, με τόση φυσικότητα, εκείνη. Κι όπως σίγουρα θα θυμάσαι, δεν υπήρχε η δυνατότητα να αρνηθείς! Αναγκαστικά, θα έτρωγες δυο μπουκιές μπροστά της και το υπόλοιπο πιο μετά, γιατί αν άφηνες το πιάτο γεμάτο, ποιος την άκουγε;
Και κάπως έτσι κυλούσαν τα καυτά καλοκαιρινά σας μεσημέρια, μέχρι που ερχόταν το απόγευμα και σου χτυπούσαν την πόρτα τα παιδιά απ’ τα διπλανά σπίτια, κρατώντας την πολύχρωμη εκείνη μπάλα. Ήταν η ώρα που θα βγαίνατε έξω, μιας κι είχε πέσει πλέον ο πολύς ήλιος και μπορούσατε επιτέλους να παίξετε μήλα.
Ωραία ως εκεί, μόνο που μετά από μια ώρα και κάτι ατελείωτου γέλιου, δράσης κι ιδρώτα, ερχόταν και πάλι η γιαγιά δίπλα σου, φορτωμένη τώρα με βερίκοκα. «Παιδάκια μου, μα δεν έχετε κουραστεί; Ελάτε, ελάτε, κάντε πια κι ένα διάλειμμα να φάτε ένα φρούτο –που είναι και της εποχής– και συνεχίζετε.» «Μα, γιαγιά, δεν τελείωσε ακόμη ο γύρος, σε πέντε λεπτά» έλεγες εσύ, με παράπονο.
Εκείνη να περιμένει καρτερικά κι εσείς να ξεκαρδίζεστε στα γέλια και στα κυνηγητά, αφήνοντας το στομάχι σας άδειο για ώρες και το σώμα σας διψασμένο, αλλά την ψυχή σας τόσο γεμάτη –από χαρά κι ανεμελιά– που δε σας ένοιαζε πραγματικά τίποτα.
Και βέβαια δεν έλειπε απ’ το μενού, μαζί με τον φρεσκοστειμμένο χυμό πορτοκάλι, και το καθιερωμένο συνωμοτικό χαρτζιλίκι, για να πας να πάρεις παγωτό «καραμπόλα», ξέρεις, εκείνο το ωραίο τρικολόρε με τη βανίλια, τη σοκολάτα και τη φράουλα! Εννοείται μόνο αν πιο πριν είχες φάει τα φρούτα σου.
Ωραίες αναμνήσεις, ε; Και μετά από όλα αυτά τα γλυκά και νοσταλγικά, φτάνουμε στο σήμερα… Τώρα, έχοντας περάσει τα χρόνια, τα αναλογίζεσαι όλα αυτά και το χαμόγελό σου αυτόματα γίνεται τόσο πλατύ και διαρκές… Ήταν η απεριόριστη αγάπη της γιαγιάς, ήταν που σου είχε αδυναμία, ήταν ο τρόπος της να σου δείξει το νοιάξιμό της, ή μήπως το «κατοχικό σύνδρομο» είχε χτυπήσει και τη δική της πόρτα;
Όπως και να ‘χει, τα καλοκαιρινά σου πρωινά με το πηχτό ζαχαρούχο γάλα ή το αραιωμένο εβαπορέ, μαζί με ψωμί και μαρμελάδα (φυσικά δική της), που έπρεπε να πιεις και να φας για να πάρεις μπόι και να ‘χεις γερά κόκαλα, σίγουρα κατέχουν, τώρα που τα ξανασκέφτεσαι, ένα σημαντικό κι αναπόσπαστο κομμάτι του χάρτη της δικής σου ζωής! Όσο κυνηγητό και να ρίξατε με τη γιαγιά, όση γκρίνια κι αν άκουσες από εκείνη, για εκείνο το φρούτο, επειδή δεν ήθελες να διακόψεις το παιχνίδι, ή απλά ίσως επειδή δεν πεινούσες! Και ποιος τολμά να της το πει αυτό;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη