Η καψούρα που λες, είναι από τις πιο σοβαρές κι ύπουλες ασθένειες. Εκεί που νομίζεις πως είσαι μια χαρά υγιέστατος, άξαφνα ξεκινάς μια μέρα να αισθάνεσαι ένα-ένα τα συμπτώματα της. Έτσι το κατάλαβα κι εγώ ότι πάσχω, όταν άρχισα να νιώθω πως δε χορταίνω ποτέ να σε κοιτάζω. Ταυτόχρονα, όμως, για έναν ανεξήγητο και μαζοχιστικό λόγο, όσο πιο πολύ το ήθελα τόσο το απέφευγα να ρίξω τη ματιά μου ελεύθερα προς το μέρος σου.
Ίσως φταίνε κι όλοι αυτοί που μου λένε συνέχεια πως όταν μιλάω για σένα λάμπουν τα μάτια μου και δεν έχω βρει ακόμα εκείνο το ρημάδι το διακόπτη. Να το κλείσω λιγάκι το φως μέσα τους, για να μπορώ να σε χαζεύω με την ησυχία μου, σαν να είσαι κι εσύ ένα από τα αξιοθέατα κι εγώ μια ξετρελαμένη τουρίστρια.
Γιατί όταν σε έχω κοντά μου, όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούν αυτόματα στο έπακρο. Με το άρωμα σου να με ζαλίζει περισσότερο από όλα εκείνα τα ποτά που παραγγέλνω στο μπαρ, να σου ρίχνω κλεφτές λάγνες ματιές, σχεδόν αστραπιαίες σαν φωτογραφικά κλικ. Μόνος τους σκοπός να καταφέρω να σε αποτυπώσω στη μνήμη μου για να σε φέρνω μπροστά μου ολοζώντανο, τις ώρες που δε θα σε έχω δίπλα μου.
Τα χέρια σου. Θυμάμαι να αφήνω το βλέμμα μου πάνω τους, όταν κρατούσαν σφιχτά το τιμόνι. Κυλούσαν οι στιγμές, σαν δευτερόλεπτα ή και αιώνες και τότε καταλαβαίνω πως μπορεί να με πιάσεις επ’ αυτοφώρω από τον καθρέφτη. Γυρίζω το κεφάλι και κάνω πως κοιτάζω αδιάφορα έξω από το παράθυρο, μοναδική μου γραμμή υπεράσπισης αυτή.
Τα δάχτυλα σου. Σε κοιτάζω να πιάνεις το ποτήρι σου, να πίνεις μια γουλιά κι ύστερα να το ακουμπάς και πάλι στο τραπέζι. Και μέχρι τη στιγμή που θα τελειώσεις όλο το ποτό σου, το μυαλό μου τρέχει με χίλια σε συνειρμούς και σενάρια, ώστε τελικά είμαι εγώ η πρώτη που παραγγέλνω το δεύτερο.
Το κεφάλι σου που γέρνει ελάχιστα προς τα αριστερά όταν προσπαθείς να ανάψεις το τσιγάρο στα χείλη σου, αφήνοντας δελεαστικά εκτεθειμένο το λαιμό σου. Το στόμα σου, με τις γραμμές που σχηματίζονται γύρω του όταν γελάς δυνατά με κάποιο από τα αστεία μας. Αλήθεια, άραγε να ξέρεις πόσο όμορφος είσαι όταν γελάς;
Το πηγούνι σου που ξύνεις μαλακά, κάθε φόρα που σκέφτεσαι ή προσπαθείς να βρεις τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσεις κάτι. Το μέτωπο σου που ζαρώνει ελαφριά, όταν κοιτάζεις αφηρημένα το κινητό σου.
Εκείνες τις στιγμές που περπατάω ηθελημένα, πάντα λίγο πιο αργά από εσένα, ένα μικρό βήμα πίσω σου, μπορώ να κοιτάξω άνετα το κορμί σου την ώρα που βαδίζεις μπροστά μου αμέριμνος. Επιτρέπω στον εαυτό μου να χαλαρώσει, να σκάσει ένα ηλίθιο χαμόγελο κι ύστερα να κάνει ένα μεγάλο βήμα για να βρεθεί στο πλάι σου, εκεί που θέλω να ανήκω.
Μόνο τα μάτια σου προσπαθώ συνεχώς να αποφεύγω. Εγώ που από μικρή γοητευόμουν με μάτια που έκρυβαν θάλασσες, βρήκα ακόμα ένα τρόπο μαζί σου να αναιρέσω τον εαυτό μου. Κοιτάζω δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω και διαγώνια, αλλά πότε ευθεία.
Γιατί άπαξ και συναντήσω το βλέμμα σου, όλες οι άμυνες μου εξαφανίζονται, το μυαλό ξαφνικά σταματάει. Κατεβάζει ρολά και χάνεται, καίγεται μεμιάς ολόκληρο το φιλμ.