Ήσασταν ζευγάρι, από τα πολύ ερωτευμένα.
Κοιμόσασταν και ξυπνούσατε μαζί, συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον, ταξιδέψατε, χτίσατε ιδιωτικό κώδικα επικοινωνίας, γελούσατε σαν παιδιά, κάνετε όνειρα για το μέλλον.

Σε αποκαλούσε «γυναίκα της ζωής του», εσύ πίστεψες πως ήταν ο «Ένας»​.
Μετά από κάποιο καιρό όμως, ο «Ένας»,​ νιώθει να πνίγεται και σου ζητάει λίγο χρόνο.
Σάπιες δικαιολογίες. Ο λίγος χρόνος που χρειάζεται, ισούται με χωρισμό οριστικό, αλλά τα παντελόνια απαιτούν τόλμη. Και εκείνος δεν την έχει.
Χωρίζεις.

Κυλιέσαι στα πατώματα, κλαις, πίνεις, δεν βγαίνεις, ακούς όλων των ειδών τα καψουροτράγουδα.
Ανοίγεις το σπίτι σου και μαζεύεις φίλους για να μη νιώθεις μόνη, για να μοιραστείς τον πόνο σου και να πάρεις το ημερήσιο παυσίπονό σου.
Κυρίως όμως κρατιέσαι με νύχια και με δόντια, να μην τηλεφωνήσεις.
Να μην του ζητήσεις εσύ, να γυρίσει.

Εκείνος όμως τι έκανε;

Εκείνος λοιπόν, αφού πένθησε για κανένα δίωρο, πήρε τηλέφωνο τον κολλητό του.
Βγήκαν έξω, ήπιαν (όχι από λύπη, μη βιάζεσαι), πήγαν τις εκδρομούλες τους χωρίς γυναίκες (μη βιάζεσαι σου λέω, δεν πήραν γυναίκες μαζί τους, μπας και «χτυπήσουν» εκεί, καμιά καινούρια αιθέρια ύπαρξη), ξαναβγήκε έξω με φίλους, ξαναπέρασε καλά και τούμπαλιν και πέρασαν αυτοί καλά κι εσύ χειρότερα.

Εσύ μετά από πολύ καιρό καταφέρνεις να ορθοποδήσεις.
Αρχίζεις να βγαίνεις, να περνάς καλά, και να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου.
Κι εκεί που το παίρνεις απόφαση ότι τελείωσε οριστικά η σχέση σου, ξαναεμφανίζεται ο άσωτος από το πουθενά.

Επειδή ξέρει και ο ίδιος πως έκανε βλακεία που σε άφησε κι επειδή δεν ξέρει πώς θα αντιδράσεις, το μαρκάρισμα ξεκινάει διακριτικά, με μηνύματα τύπου «Τι κάνεις;»
«Τι να κάνω, έχει λίγο καιρό που μάζεψα τα κομμάτια μου, έχω χάσει δέκα κιλά, αλλά καταφέρνω να στέκομαι ακόμα στα πόδια μου.», σκέφτεσαι και ασφαλώς δεν απαντάς.

Μόλις όμως περάσει κανά τεταρτάκι, συνειδητοποιήσεις τι συνέβη και στεγνώσει λίγο ο κρύος ιδρώτας, μπαίνουν στη μέση δεύτερες σκέψεις.
Μαζεύεις όση αξιοπρέπεια έχεις, παίρνεις βαθιές ανάσες και του απαντάς κάτι τυπικό.

Εκεί αρχίζει η κατρακύλα.
Τα μηνύματα πολλαπλασιάζονται, η καρδιά σου σπαρταράει ξανά, εκείνος το αντιλαμβάνεται και βρίσκει το έδαφος να σε διεκδικήσει ξανά, απλώς ζητώντας να πιείτε έναν καφέ.
Το έδαφος, που εσύ έχεις επιτρέψει να υπάρξει.

Αν θα τον πιεις αυτόν τον καφέ τελικά; 
Σαφώς και θα τον πιεις.
Ήδη άλλωστε έχεις παρασυρθεί από την ικανοποίηση, ότι του έβαλες τα γυαλιά.
Ότι κατάλαβε επιτέλους, πόσα αξίζεις.
Θα του ψήσεις το ψάρι στα χείλη σκέφτεσαι και εννοείς.
Και με τον αέρα της femme fatale, ετοιμάζεσαι να τον συναντήσεις. 

Τζούφιος ο αέρας.

Μόλις τον βλέπεις τα πόδια σου τρέμουν, αλλά το κρύβεις καλά κάτω απ’ το καινούριο σου φουστάνι.  Εκείνος φανερά μετανιωμένος και με βλέμμα κουταβιού σου κάνει ένα τεράστιο πρόλογο λέγοντάς σου ότι θέλει να τα ξαναβρείτε, γιατί ήταν λάθος του που βιάστηκε να σου ζητήσει να χωρίσετε, γιατί καμία δεν είναι σαν εσένα και γιατί το διάστημα που μείνατε χώρια κατάλαβε τι σημαίνεις γι’ αυτόν.

Εσύ με φρύδι ανασηκωμένο, τον κοιτάζεις με το χαμόγελo της Τζοκόντα, καθώς μέσα σου φουσκώνεις από περηφάνια.

Την αλήθεια, την θέλεις;
 

Η αλήθεια λοιπόν είναι πως πήρε όσο χρόνο χρειάστηκε για να περάσει καλά, κι αφού -όντως- δεν βρήκε καμία σαν εσένα, που να τον ανέχεται όπως είναι, γύρισε πίσω.
Με βρίσκεις κυνική;

Αν δεν σε βολεύει αυτή η αλήθεια, μπορείς να κάνεις ένα flashback στο μυαλό σου και να θυμηθείς πώς ήσουν εσύ  το διάστημα που εκείνος περνούσε καλά.
Σου άρεσε ο τότε εαυτός σου;
Σου άξιζε όλος αυτός ο πόνος;
Δε νομίζω.

Γιατί ο άνθρωπος στον οποίο επένδυσες τόσο, ίσως και να μην ήταν αυτό που πραγματικά χρειαζόσουν στη ζωή σου.
Γιατί ο άνθρωπός σου δε θα σ’αφήσει ποτέ και για κανένα λόγο.
Ο πραγματικός «Ένας» δε θα ‘χει ανάγκη από χώρο και χρόνο να σκεφτεί.
Θα σε θέλει απόλυτα, ολοκληρωτικά και αιώνια. 
Χωρίς αμφιβολίες.

 

Συντάκτης: Μαίρη Βασιλοπούλου