-Μαμά, πού είναι ο φορτιστής μου;!
-Εκεί που είναι συνήθως!
-Δεν είναι! Πού τον έχεις βάλει;!
-Δεν τον έχω πειράξει, παιδάκι μου!
-Αφού, σου λέω, δεν είναι!
-Άμα έρθω εκεί και τον βρω… Ορίστε!
-Μαμά, αλήθεια σου λέω, ο φορτιστής δεν ήταν εδώ πριν έρθεις.
Φοβερή ικανότητα αυτή του εντοπισμού «αόρατων» πραγμάτων, δε βρίσκετε; Ποτέ δε θα καταλάβω πώς η μαμά μου βρίσκει πάντα αυτό που ψάχνω μια ώρα και που τελικά ήταν μπροστά στα μάτια μου και δεν το έβλεπα. Και μετά αναρωτιέμαι γιατί νευριάζει. Εμ βέβαια, αν έχει ένα παιδί που ούτε μισό βαθμό μυωπία δεν έχει –άντε 0,5 υπερμετρωπία στο δεξί μάτι– και δεν ξεστραβώνεται να δει το τηλεκοντρόλ που είναι στο μισό μέτρο, τι να το κάνει; Μου ‘ρχονται στο μυαλό οι καθηγητές στο σχολείο που έλεγαν «Έξυπνο παιδί, αλλά δεν προσπαθεί». Στη δική μου περίπτωση (και στων υπόλοιπων παιδιών του κόσμου): «Τέλεια τα μάτια του παιδιού, αλλά δε βλέπει».
Πόσους λιγότερους τσακωμούς θα είχαμε γλυτώσει αν δε φωνάζαμε τη μάνα μας να μας βρει κάτι την ώρα που έχει βολευτεί στο κρεβάτι και που καταλήγει να μας βρίζει που τίποτα δεν κάνουμε στο σπίτι, δεν έχουμε βρει ένα άξιο παλικάρι, δεν της είπαμε ότι τα γεμιστά ήταν χάλια και ζούσε με αυταπάτες;
Κι αν ποτέ δεν της ζητούσαμε να μας εντοπίσει κάτι και τα βρίσκαμε όλα μόνοι μας, τότε τι; Ή ακόμη χειρότερα. Αν ούτε η μάνα έβρισκε αυτό που ψάχναμε; Όχι-όχι, ούτε να το σκέφτομαι. Γιατί αν η μάνα δε βρίσκει αυτό που ψάχνουμε, τότε το έχουμε χάσει σίγουρα. Και τι θα κάναμε χωρίς τη φλογέρα, εκείνη την ξύλινη με τα σκαλιστά σχεδιάκια, απ’ την τετάρτη δημοτικού; Θα περνούσαμε δύσκολες ώρες, σας το λέω.
Τι δηλαδή κι οι μαμάδες μας ήταν έτσι με τις δικές τους μαμάδες; Και τι δηλαδή, όταν κάνουμε κι εμείς παιδιά θα πρέπει να ξέρουμε πού είναι το καθετί; Εγώ να δείτε που δε θα το έχω το χάρισμα και θα εκνευριστώ. Να δείτε που η μόνη ικανότητά μου θα είναι εκείνη που θα φωνάζω απ’ την κουζίνα εκατό φορές το παιδί μου κι όταν πλέον θα του έχω σπάσει τα νεύρα και θα έχει έρθει να δει τι θέλω, θα το έχω ξεχάσει.
Δεν ξέρω πώς το κάνουν, αλήθεια. Θα γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα να βρουν αυτό που ψάχνουμε κι όταν το βρουν θα μας το τρίψουν στη μούρη με ένα περιπαικτικό υφάκι τύπου «Ορίστε, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου».
Κι αυτό που με εξοργίζει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι μπορούν να βρουν τα χαμένα μας πράγματα κι απ’ το τηλέφωνο! Λες και φοβάται κι η ίδια η άσπρη μπλούζα που είχες πάρει στην τριήμερη στο Βόλο, ότι αν δε βρεθεί μέχρι να γυρίσει η μάνα σπίτι, θα την αντιμετωπίσει face to face μέχρι τελικής πτώσεως.
Ορίστε, αυτό είναι. Τα χαμένα μας πράγματα φοβούνται την οργή της μάνας κι εμφανίζονται από μόνα τους. Θα ξεχάσω εγώ τότε που έψαχνα το μαύρο μου το παντελόνι το καλό κι είχα ανοίξει την ντουλάπα οχτώ φορές και πουθενά; Μόλις πήρα τηλέφωνο τη μάνα και μου είπε ότι είναι στην ντουλάπα, ε ήταν στην ντουλάπα. Γιατί ήξερε και το ίδιο το παντελόνι ότι η μάνα ήξερε ότι ήταν στην ντουλάπα.
Χάρισμα-χάρισμα. Αν μπορούσαν οι μανάδες να μας βρίσκουν έτσι και τα χαμένα μαθήματα της εξεταστικής –με βαθμό από επτά και πάνω–, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα της ζωής μας. Ή έστω να μας έβρισκαν έτσι τον έρωτα, βρε αδερφέ. Να κοιμόμασταν κι εμείς ήσυχοι τα βράδια ότι και να έφευγε απ’ το υπόγειο που τον κλειδώσαμε, θα είχαμε τη μαμά να μας τον φέρει μπροστά μας και να μας πει «Καλά παιδάκι μου τυφλό είσαι; Μπροστά στα μάτια σου ήταν τόση ώρα».
Αλλά δε θα είχε νόημα αν τα είχαμε όλα-όλα έτοιμα. Ας αρκεστούμε στο γεγονός ότι έχουμε μια ανικανότητα στο να βρίσκουμε αυτά που θέλουμε. Κι ας αρκεστούμε στο ότι πάντα θα φωνάζουμε τη μάνα μας να μας τα βρει. Όσο χρονών κι αν είμαστε. Και στην άλλη άκρη του κόσμου να έχουμε βρεθεί, έχουμε τουλάχιστον αυτήν τη σιγουριά ότι όσο η υπάρχει η μαμά, κανένα μυστήριο χαμένου πράγματος δε μένει άλυτο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη