Αχ, η γκρίνια. Γνωρίζεις εσύ άνθρωπο που να μην γκρινιάζει; Ποτέ; Καθόλου;
Αν η απάντηση είναι θετική, τότε προγραμμάτισε ένα ταξιδάκι, τώρα που είναι και καλοκαίρι, στην Τήνο (πανέμορφο νησί, παρεμπιπτόντως), να πας να κάνεις ένα τάμα, γιατί ανθρώπους που να μην γκρινιάζουν σπανίως συναντάς. Σχεδόν ποτέ. Μην πω «ποτέ» κι υπερβάλω. Το δεύτερο που θα πρέπει να κάνεις είναι να φροντίσεις τη σχέση σας και να την ποτίζεις κάθε ημέρα με μεγάλες σταγόνες ενδιαφέροντος, για να διαρκέσει εφόρου ζωής. Το τρίτο, να μας το γνωρίσεις κι εμάς αυτό το πρόσωπο.
Γιατί, συνήθως, το εργάκι πάει κάπως έτσι. Ξυπνάς το πρωί, με μούτρα κατεβασμένα. «Ποιος πάει για δουλειά;». Βασικά, η φαγωμάρα ξεκινάει απ’ το βράδυ. «Άντε πάλι αύριο!». Μπορεί να μην τα λες φωναχτά, αλλά σίγουρα τα σκέφτεσαι. Όσο αισιόδοξος κι αν (θες να) είσαι. Ιδιαίτερα τις ημέρες που, όσο και να το κάνεις, προσπαθείς να ‘σαι θετικός. Να απολαμβάνεις τον πρωινό καφέ σου, τη διαδρομή για τη δουλειά σου, να ‘σαι ευγενικός, να σκορπάς χαμογελαστές καλημέρες, κι όλα τα συναφή. Τη θέλεις τη χαρά στη ζωή σου, την επιλέγεις συνειδητά, και μπράβο σου.
Μπορείς, όμως, να πετάξεις από πάνω σου, στο εκατό τοις εκατό, αυτή τη μουρμούρα που συμβαίνει στο κεφάλι σου και, χωρίς να το καταλάβεις, γίνεται οι λέξεις που ξεστομίζεις; Ίσως να ‘ναι στο DNA μας, δε γίνεται αλλιώς. Δες. Σε όποιο ρόλο και να μπεις, κάτι θα σκαρφιστεί το μυαλουδάκι σου να γκρινιάξει. Είτε είσαι ο εργαζόμενος που θα βάλει ξυπνητήρι, είτε είσαι ο γονιός που δε θα βάλει το παιδί ζακέτα, είτε ο σύντροφος που δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα ήθελες, είτε ο εν δυνάμει σύντροφος που δεν έστειλε μήνυμα ενώ περίμενες. Είτε ο φοιτητής που κόπηκε με 4. Είτε είσαι ο κολλητός που δε φώναξαν οι άλλοι για μπίρες. Ή αδερφή που η αδερφή σου έβαλε το αγαπημένο σου μπλουζάκι, χωρίς να σε ρωτήσει. Γκρίνια. Παντού. Διαρκώς νέοι λόγοι για μίρλα.
Δε γίνεται να ‘σαι επιλεκτικός με την γκρίνια. Δηλαδή, δεν μπορείς να ‘σαι στη δουλειά σου γκρινιάρης και στο σπίτι Παναγίτσα. Εκτός αν τρως παντόφλα, οκ. Αλλά για να φας παντόφλα, μάλλον έχεις γκρινιάξει πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οπότε δε σε παίρνει. Όσο να ‘ναι, σταδιακά, πάει πακέτο και με τη μιζέρια. Γίνεται και συνήθεια. Γι’ αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσεις κάποια πράγματα, πριν η μουρτζουφλιά στο πρόσωπο γίνει η μόνιμη έκφρασή σου. Όσα δεν μπορείς να αλλάξεις, πρέπει απλά να τ’ αποδεχθείς. Ναι, θα συνεχίζεις να βάζεις ξυπνητήρι κάθε πρωί, μέχρι να πάρεις σύνταξη ή να κερδίσεις το Τζόκερ. Ναι, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακατάλληλοι οδηγοί κι η κίνηση θα παραμείνει η ίδια -είτε βρίσεις πολύ, είτε λίγο, είτε καθόλου.
Για να λέμε, όμως, και του στραβού το δίκαιο, σαφώς κατακριτέα η γκρίνια αλλά και κάπως αναπόφευκτη. Δεν μπορεί να πηγαίνουν όλα τέλεια στη ζωή σου. Υπάρχουν ημέρες καλές, υπάρχουν ημέρες καλύτερες κι ημέρες σκατένιες, που όλα πάνε στραβά. Στην ουσία, η γκρίνια είναι ο τρόπος εξωτερίκευσης (κι εκτόνωσης ίσως) όλων εκείνων των καθημερινών προβλημάτων κι αρνητικών συναισθημάτων που βιώνουμε και καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε. Μπορεί σε κάποιους να φαίνονται ασήμαντα, αλλά για εμάς, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, είναι αυτό που μας ρίχνει, που μας νευριάζει και θέλουμε κάπως να το βγάλουμε από μέσα μας.
Και πολύ καλά κάνουμε. Γιατί απ’ το να τα κρατάς μέσα σου και να μαζεύονται μέχρι να κάνεις μια έκρηξη και να τους πάρεις όλους ο χάρος, είναι προτιμότερο να τα πεις να ηρεμήσεις. Γι’ αυτό γκρίνιαξε να το ευχαριστηθείς. Αυτοί που σε αγαπάνε πραγματικά, σε αγαπάνε και με τη μουρμούρα σου, και τα μούτρα σου και με τα παράπονά σου. Με τα όλα σου. Γιατί στο τέλος της μέρας, ό,τι κι αν πούμε, αυτό που μένει είναι η σχέση μας με αυτούς τους λίγους σημαντικούς ανθρώπους. Που μας επιτρέπουν να ‘μαστε οι εαυτοί μας, που γελάνε με την γκρίνια μας, κι εμείς με τη δική τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη