Σε κοιτάζει καθώς ντύνεσαι να φύγεις. Δίχως να μιλήσει, ξέρεις τι σκέφτεται. Ξέρεις, γιατί η ίδια σκέψη έχει περάσει κι απ’ το δικό σου μυαλό. «Θα μπορούσατε άραγε να έχετε σχέση;». Απωθείς τη σκέψη σου και αποφεύγεις το θέμα. «Καλά είστε έτσι» λες, και κάνεις πως δεν τρέχει κάτι. Είσαι η καβάτζα του κι εκείνος η δικιά σου. Ως εκεί. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Τουλάχιστον μέχρι ένας από τους δύο να σπάσει και να πει αυτό που σας στοιχειώνει.
Θα ακουστεί εκείνο το «καλά δεν περνάμε μαζί;» που πάντα υποδηλώνει πως ο άλλος θέλει περισσότερο μα δεν τολμά να το πει, ή μεταξύ σούρας και νύστας θα πέσει η πρόταση να μείνεις το βράδυ. Κι ίσως το κάνεις. Ίσως μείνεις. Ίσως φανταστείς πώς θα ήταν αν… Και μετά το «αν» θα χωρέσουν όλες οι κρυφές σου επιθυμίες, τα απωθημένα σου κι οι πιο καταπιεσμένες σου ανάγκες. Θα ονειρευτείς μια σχέση με τον άλλο, εμετικά εξιδανικευμένη. Μόνο που ο άλλος –η καβάτζα σου, ντε– εκτελεί ρόλο κομπάρσου στην ουτοπία σου.
Σε μια έκλαμψη κυνικότητας και σαρκασμού θα πεις το προφανές και θα σας πληγώσεις. Θα πεις πως δε νοείται σχέση με απαρχή την θεώρηση του άλλου ως δεδομένο. Θα χαμογελάσετε με μια πικρία, σαν να αποχαιρετάτε ένα όνειρο, μα δε γελιέστε. Ήσασταν εκ προοιμίου καταδικασμένοι κι αυτό ήταν το πιο ωραίο. Ήρθατε κοντά για τους ίδιους λόγους. Για σ3ξ, για (συγ)κάλυψη των ανασφαλειών σας, για να ξεγελιέστε στις μοναξιές σας. Είστε μαζί για να μη νιώθετε μόνοι αλλά να είστε. Για να τονώνετε τα «εγώ» σας και να θωρακίζετε τις καρδιές σας.
Καμιά φορά σας ξέφυγαν κάποιοι συναισθηματισμοί που σας παραπλάνησαν όπως αυτό το «μείνε λίγο ακόμα στο κρεβάτι» ή εκείνο το απρόσμενο κι ειλικρινές κομπλιμέντο με τα μάτια του άλλου καρφωμένα στα δικά σου. Εκείνες τις φορές το σκεφτήκατε λίγο πιο σοβαρά. Αναρωτηθήκατε αν μπορείτε να το αλλάξετε. Να μην είναι μόνο σεξ, να αποκτήσει ένα κάποιο βάθος, μια άλλη υπόσταση, αν θες. Για μερικά δευτερόλεπτα κοιταχτήκατε και είπατε πως ίσως και να δουλέψει.
Εδώ που τα λέμε, γιατί να μη δουλέψει; Είστε ειλικρινείς και λέτε ξεκάθαρα τι θέλετε ακόμα κι αν προς στιγμήν αυτό αφορά κυρίως στο σ3ξ. Γιατί να μη δουλέψει; Αφού ήδη στο σεξ ταιριάζετε κι είναι δοκιμασμένο. Γιατί να μη δουλέψει; Τόσο καιρό γνωρίζεστε και τραβιέστε. Τόσο καιρό μιλάτε ανοιχτά ακόμα και για τους άλλους. Βασικά, ίσως και να δουλέψει γιατί ο ένας καταλαβαίνει τις ανασφάλειες του άλλου μα έχει την ευγενική καλοσύνη να μην τις καταδείξει. Ίσως και να δουλέψει, γιατί τόσο καιρό ο ένας είναι η πιο σταθερή αναφορά στα ερωτικά του άλλου.
Μα πρόκειται για τόσο περιορισμένη αναφορά. Περιορισμένη σε τέσσερις τοίχους, φτηνά ξενοδοχεία, μηνύματα που πάντα αποσκοπούν στη συνεύρεση. Κοιτάς τον άλλον. Αυτόν που είναι πάντα το «μεταξύ» στις σχέσεις σου και αναλογίζεσαι πως, αν ήταν να συμβεί, θα είχε ήδη γίνει. Περνάς το χέρι σου πάνω του και νιώθεις μια σχετική συμπόνοια. Άλλωστε είστε κι οι δύο εξίσου παγιδευμένοι σ’ αυτήν την λούμπα, που νιώθεις σαν να κοιτάς τον εαυτό σου.
Να πάρει η οργή, τον εαυτό σου κοιτάς κι αυτό σε τρομάζει. Πόσο σπασμένος είναι στ’ αλήθεια ο εαυτός σου που πλέον σκέφτεται την καβάτζα του ως τον επόμενο δεσμό του; Υποτίθεται πως έχεις μια ρεζέρβα για να μην ξεμένεις από σεξ, γιατί αυτό σε νοιάζει, σωστά; Δε θες σχέση και συναισθηματισμούς ή μήπως θες κι είναι ο άλλος άνθρωπος το placεbo σου;
Συνεφέρεις τον εαυτό σου και σταματάς να τον κοιτάς. Σταματάει κι εκείνος. Ίσως αν δεν ήσασταν οι μεταξύ σας ρεζέρβες αλλά περισσότερο «φίλοι με οφέλη» αυτό να είχε μερικές πιθανότητες. Δεν έχετε κοινά, εκτός από το σ3ξ και τις κόμπλες που δεν παραδέχεστε ανοιχτά. Έχετε ένα καλό passa tempo για τις ώρες που η επιβεβαίωση είναι αναγκαία. Δεν έχετε ελπίδες μα καμιά φορά αυτό το «τι θα γινόταν αν» σου επιβάλλεται.
Δεν ξέρετε πώς θα εξελιχθεί, αν εξελιχθεί. Κάνετε τις υποθέσεις γιατί έτσι λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Κάνει υπολογισμούς, φτιάχνει σενάρια, πλάθει νέους κόσμους. Κι έπειτα τα εκλογικεύει. Κι όταν το εκλογικεύεις, η αλήθεια έρχεται και σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Οι ερωτικές καβάτζες είναι όπως η ρεζέρβα στο porte-bagages. Θα σε βγάλει μερικά χιλιόμετρα, αλλά όχι το ταξίδι.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα