Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Τζέι στον Χ.
Αγαπητέ Χ,
Θα παραλείψω το όνομά σου, όχι επειδή φοβάμαι, όχι επειδή πιστεύω πως αν το διαβάσεις δε θα ξέρεις πως είναι για εσένα, αλλά επειδή το να σου δώσω ένα συγκεκριμένο όνομα θα ήταν σαν να σου δίνω ταυτότητα. Κι εσύ δεν είχες ταυτότητα. Όχι έτσι, γενικά κι αόριστα, αλλά με έμενα.
Βλέπεις, ποτέ δε μου έδωσες ολότελα μια συγκεκριμένη πλευρά σου. Πάντα έπαιρνα μικρές δόσεις σου. Δόσεις ενός ερωτευμένου καλλιτέχνη, που εδώ μπορώ να σου πω πως ήταν πολύ μικρές συγκριτικά με αυτό που ήθελα. Δόσεις ενός μυστήριου ανθρώπου που δεν ξέρει τι είναι ο έρωτας κι απολαμβάνει μονάχα τη σάρκα. Και σίγουρα εκείνου του ασταθούς ανθρώπου με τάσεις φυγής. Πάντα έφευγες.
Και μου λες, πού με θυμήθηκες τώρα; Πάει τόσο καιρός. Και μαζί σου, απλά ζήλεψα. Ξέρεις τι ζήλεψα; Που μπορούσες πάντα να φεύγεις με τόση άνεση. Κι αναρωτιέμαι, γνωρίζοντας πως απάντηση δε θα πάρω, χαιρόσουν που γυρνούσα; Αν χαιρόσουν, όμως, όχι εγωιστικά και με το ύφος του «τις έχω όλες». Αν χαιρόσουν επειδή σου είχα λείψει!
«Πάντα σε έδιωχνα και πάντα ερχόσουν» είπες κάποτε. Και, ψέματα μη σου λέω, δεν έχω έρθει τόσο καιρό, αλλά έχω κρατήσει πολύ τον εαυτό μου γι’ αυτό. Έχω βρεθεί άπειρες φόρες μέσα στο αμάξι μου, ένα τσακ πριν ξεκινήσω να ‘ρθω να σε βρω. Και, πριν λίγες μέρες, ήρθα πολύ κοντά. Μπήκα στο αμάξι την ώρα του σχολάσματός σου. Έβαλα μπρος κι είπα «Θα έρθω να σε βρω», αλλά όταν έφτασα απ’ έξω δεν τόλμησα να σταματήσω, γκάζωσα, άλλαξα ταχύτητα κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί αντιλήφθηκα πως ήταν καιρός μου να φύγω. Δε χρειαζόταν να σε διώξω, γιατί δεν ήρθες και ποτέ, αλλά ήταν πλέον δική μου σειρά να τα κάψω όλα. Να κάψω όσα υπήρχαν από εμάς τους δυο, εσύ άλλωστε καιρό τώρα τα έκαψες. Κι έτσι έκανα. Σε διέγραψα από παντού. Να ξέρεις, χωρίς κακή πρόθεση. Αλλά δε θέλω να παίζω το παιχνίδι του «το ανέβασε για εμένα». Εγώ τον έρωτά μου στον είχα δείξει με πράξεις.
Σταμάτησα να πηγαίνω στα μέρη όπου ήξερα πως θα σε βρω. Και κάπως έτσι εξαφανίστηκα. Αφού αρχίσαμε τις αλήθειες, να ξέρεις πως πολύ δύσκολα φεύγω απ’ τη ζωή κάποιου. Είμαι άνθρωπος που αν δοθώ, δόθηκα! Αλλά με εμάς τους δυο δόσιμο δεν υπήρξε. Ισορροπία στο ζύγι, για κανένα λόγο. Κι ούτε αυτό με πείραξε. Απλά ζήλεψα. Ζήλεψα που μπόρεσες να ‘σαι τόσο ελεύθερος, ενώ εγώ εξαρτήθηκα απ’ την πάρτη σου, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Ίσως να μην ήμουν τόσο έξυπνη, τελικά.
Και θυμάμαι, μια μέρα, σε είδα στο γυμναστήριο, να φλερτάρεις με μια κοπέλα. Και ζήλεψα. Όχι, δε ζήλεψα ούτε την κοπέλα ούτε την ιδέα του να κάνεις σεξ μαζί της. Άλλωστε, δε σε είχα και ποτέ μου. Ζήλεψα το ότι μπορούσες. Ενώ εγώ είχα αλυσοδέσει το μυαλό μου σε εσένα. Και δεν ξέρω αν με περιμένεις. Αν θα ήθελες να έρθω. Που, μεταξύ μας, όσο κι αν μου αρέσει αυτή η ιδέα, νομίζω δε σε πολύ ενδιαφέρει. Αλλά, να ξέρεις, δε θα ξαναρθώ.
Δε θα ξαναρθώ με ένα ζεστό τσάι στη δουλειά σου. Δε θα ξαναβρείς μια σοκολάτα πάνω στο αμάξι σου, το βράδυ. Δε θα αλλάξω το πρόγραμμά μου για να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, την ίδια ώρα, ξανά. Δε θα σε πάρω τηλέφωνο μόνο και μόνο για να ακούσω τη φωνή σου. Δε θα σου στείλω πόσο πολύ μου λείπεις. Επειδή είπα πως θα το κλείσω το βιβλίο μας. Και θα το κάψω μέσα στη φωτιά που θα ήθελα να καίει εμάς.
Και, ναι, λείπεις. Λείπεις άπειρα, κι ας μην υπήρξες ποτέ ουσιαστικά. Αλλά φεύγω. Επειδή έχω βυθιστεί τόσο πολύ σε αυτό το «αν», που χάνω το τώρα μου, που χάνω τον εαυτό μου. Κι αν μπεις ποτέ στη διαδικασία να το διαβάσεις, να ξέρεις πως για κάποιο λόγο σε ερωτεύτηκα. Σε ερωτεύτηκα παράξενα πολύ, ίσως έτεινα στο να σε αγαπήσω. Κάτι που μου φαίνεται πολύ παράξενο, γιατί δε σε γνώρισα και ποτέ. Αλλά προχωρώ. Μπορώ να πω πως τα έκανα όλα. Και πλέον μετανιώνω για όσα έκανα, μα σίγουρα όχι για όσα δεν έκανα. Να προσέχεις, και τον νου σου.
Η, πλέον όχι πάντα δική σου, Τζέι