Ξοδεύουμε τη ζωή μας, παίζοντας παιχνίδια με το χρόνο, διαρκώς. Τη μια τον κυνηγάμε και την άλλη του κρυβόμαστε, λες και δεν πρόκειται στο τέλος να είναι ο νικητής.

Άλλοτε τον σιχτιρίζουμε να φύγει κι άλλοτε γιορτάζουμε που έρχεται καινούριος να μας βρει. Κι άλλοτε πάλι τσακώνουμε τις ώρες και τις κρεμάμε με μανταλάκια στα μπαλκόνια, όπως απλώνουν τα ασπρόρουχα τους οι νοικοκυρές.

Ο ήλιος τρυπώνει ανάμεσα τους, φωτίζοντας ξανά τις μέρες και ό,τι δικό τους κρατάμε σαν φυλαχτό: Τα πιο δυνατά στιγμιότυπα, του χρόνου που μας παρασέρνει, δίχως να ξέρουμε που τελικά μας οδηγεί.

Το ίδιο κάνω στο τέλος κάθε χρόνου κι εγώ.  Αδειάζω μπροστά μου όσες θυμάμαι από τις μέρες του χθες, ψάχνοντας μέσα τους να βρω έναν καλύτερο εαυτό.

Κρατώ στα χέρια μου την πρώτη μέρα του περασμένου χρόνου, που μόλις έχει φθάσει τρεχάτος σε εμάς. Ξημερώματα αντικρίζω το Παρίσι, από τον 27ο όροφο του Adagio Hotel. 

Τέτοιες μέρες είναι βέβαιο πως θα έρθουν πολλές. Είναι εκείνες που στα κρυφά θα ελπίζουμε να μείνουν σε όλη μας τη ζωή.

Τα βράδια θα ξενυχτάνε πασχίζοντας να βάλουν τις λέξεις στη σωστή τους σειρά. Κι έπειτα θα γέρνουν και θα κοιμούνται ολόγυμνες μπροστά στο τζάκι, αγκαλιά. Μέρες που δεν ξυπνάνε, παρά τα μεσημέρια νωχελικά, βγάζοντας τη γλώσσα σε μια βαρετή δουλειά.

Είναι οι ίδιες που τρέχουν, με ένα αχνιστό καπουτσίνο και μια σοκολάτα στο χέρι, ανεβαίνοντας δυο δυο του γραφείου τα σκαλιά.

Ξέρουν να ξεγελάνε το χειμώνα, μεθώντας τον με ρακόμελα και κόκκινα γλυκά κρασιά.

Προσγειώνονται, με την καρδιά έτοιμη να σπάσει, σε χιονισμένα αεροδρόμια, χιλιάδες μίλια μακριά. Σκάνε σαν αναπάντεχα πυροτεχνήματα στις ειδοποιήσεις του facebook, προσκαλώντας σε κεφάτες γιορτές.

Βολτάρουν στις πόλεις, φιλμάροντας καρέ καρέ, στις γειτονιές του κέντρου, τη ζωή. Τσακώνονται για την αγάπη και έπειτα πάλι ξετρυπώνουν μονάκριβα δώρα σε υπαίθριες αγορές.

Τον Αύγουστο περπατάνε στη Φολέγανδρο, σε σοκάκια που μοσχοβολάνε ασβέστη και γιασεμί. Τρυπώνουν σε φωνακλάδικες παρέες και βουτάνε μέσα στη νύχτα, σε άγνωστα νερά. Πιάνουν στα δίχτυα τους ιδέες φωτεινές, ανοίγοντας το δρόμο να γίνει αυτό που λένε οι άλλοι πως είναι αδύνατο να συμβεί.

Κι έναν Απρίλη ακουμπάνε στα χέρια μας ένα νεογέννητο μωρό, ίσα για αντιμιλήσουμε στο θάνατο, πετώντας του με θράσος : «Σε ξεγέλασα για λίγο, καημέ!».  Μα είναι και μέρες, που αθέλητα μας επιστρέφουν στη θλιβερή θέα μιας άδειας αυλής, ξεχασμένης από το φως.

Ρίχνουν πάνω μας μια γκρίζα σκόνη, την ώρα που προσγειωνόμαστε απότομα στη βαρετή πλευρά της ζωής.

Είναι εκείνες οι μέρες που τις βαραίνουν οι ξινισμένες μούρες, των προϊσταμένων που ήρθαν πάλι αγάμητοι στη δουλειά. Που γινόμαστε αμήχανοι μάρτυρες σε παραστάσεις ανάξιων εραστών και κάπου κάπου ξυπνάμε μέσα στη νύχτα, ακούγοντας να ουρλιάζει από τα υπόγεια, ένας διπλοκλειδωμένος θυμός.

Είναι οι μέρες, που χαραμίζουν τα βράδια ανταλλάσσοντας λόγια βαριά ή ικετεύουν να γίνουν κουβέντες, που δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ. Τα πρωινά στο μπάνιο, αντικρίζουν ρυτίδες, σκοτάδι στο βλέμμα κι λίγο πιο σπασμένο μέσα τους το βραδινό τσαμπουκά.

Κάποιο βράδυ θα φύγει για πάντα ένας φίλος στα ξαφνικά και η μέρα εκείνη θα λουφάξει τρομαγμένη, στη σκέψη πως κάποιος άρχισε τη σειρά της, στον Παράδεισο, να καλεί.

Αλλά υπάρχουν και οι μέρες που φέρνουν την ήττα και το μάθημα μαζί. Που παίρνουν το μέρος όσων αποδεικνύονται σκληρότεροι από τη σκληρή πλευρά της ζωής.

Περπατάνε μονάχες στην άδεια πόλη, παρακαλώντας να τους ξεπλύνουν τη μαυρίλα οι σταγόνες της βροχής. Κι όμως οι πιο καθάριες μέρες στη ζωή μας ίσως να είναι αυτές. Τότε που γιγαντώνει μέσα μας ο πόνος κι η θέληση μας να νικήσουμε το χρόνο, γίνεται από παιχνίδι αυτοσκοπός.

Κι έτσι ξυπνάμε κάθε πρωί, δίχως να ξέρουμε αν αυτή η μέρα θα είναι στη ζωή μας το τέλος ή μια καινούρια αρχή. Κι αν στο τέλος ο χρόνος μας τα παίρνει όλα, δεν είναι στα αλήθεια αυτός ο νικητής. Νικητής είναι εκείνος που αντικρίζει την κάθε μέρα του,  από τη φωτεινή της πλευρά.

Σα να είναι ρόδα φωταγωγημένη σε ένα τεράστιο λούνα παρκ…   

 

Συντάκτης: Ιωάννα Λιζάρδου