Δε χρειάζεται παρά μόνο ένα λεπτό, για να ερωτευθούν δύο άνθρωποι και όταν αυτό γίνει, δεν μπορούν να επιστρέψουν ποτέ, στην προ λεπτού εποχή.
Την γνώρισε στα δεκαεννιά της. Εκείνος ήταν γύρω στα τριάντα. Μιλούσαν για τη ζωή, τον έρωτα και ταξίδευαν με τη φαντασία, σα μικρά παιδιά. Δεν της είπε ποτέ πόσο την ερωτεύτηκε, δεν του είπε ποτέ πόσο τον αγάπησε.
Κάποια στιγμή, οι δρόμοι τους χώρισαν. Εκείνος παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. Εκείνη έφυγε, για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Κανείς τους όμως δεν ξέχασε. Και η ζωή έχει πάντα έναν παράξενο τρόπο, να δικαιώνει τους ερωτευμένους.
Συναντήθηκαν σε ένα bar στην Αθήνα τυχαία, μετά από πέντε χρόνια. Όλα είχαν αλλάξει πάνω τους, όχι όμως και ο τρόπος που κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Αφέθηκαν να τους παρασύρει αυτό που πάντα επιθυμούσαν. Οι σχέσεις, η οικογένεια και τα παιδιά, λίγο τους ένοιαζαν.
Άλλωστε, όταν πιστεύεις πως έχεις βρει την αληθινή αγάπη, τίποτα δεν φαντάζει παράνομο και αφύσικο.
Εδώ και δύο χρόνια, έχουν καταφέρει να κρύψουν αυτό που ζουν, από τα αδιάκριτα βλέμματα. Όμως μία μέρα τους βασανίζει κάθε τέτοια εποχή. Εκείνη των Χριστουγέννων.
«Και τώρα πότε θα σε ξαναδώ;» τον ρώτησε. «Μετά τα Χριστούγεννα.» της είπε και της κούμπωσε εκείνος το τελευταίο κουμπί από το παλτό της.
«Είναι μαρτύριο αυτό.»
«Το ξέρω, μα δεν γίνεται αλλιώς.»
Εκείνος πρέπει να δίνει το παρών στη γυναίκα του και τα παιδιά του. Να φάνε όλοι μαζί, να ανοίξουν τα δώρα, να παίξουν με τα καινούργια παιχνίδια και να τραγουδήσουν με χαρά.
Εκείνη, θα μείνει αγκαλιά με τον σύντροφό της κάτω από το στολισμένο δέντρο. Θα πιουν, θα ακούσουν μουσική από το ράδιο και θα δουν και καμιά χριστουγεννιάτικη ταινία.
Και οι δύο, θα έχουν γύρω τους ανθρώπους που τους αγαπούν. Μα ο ένας που επιθυμούν περισσότερο, θα λείπει.
Άλλη μια χρονιά, έμεινε να κοιτάζει τα λαμπιόνια στο δέντρο που αναβόσβηναν και σε κάθε μπάλα καθρέφτιζε το πρόσωπό της. Είναι τόσο ανήθικο τελικά, να θέλουμε να βιώσουμε τον απόλυτο έρωτα, προσπαθώντας να μην πληγώσουμε εκείνους που βρίσκονται στη ζωή μας και μας αγαπούν;
Σήκωσε το ακουστικό και πάτησε μερικά πλήκτρα. Της είχε ζητήσει να μην τον πάρει τηλέφωνο εκείνη τη μέρα, όμως ήταν ο μόνος που ήθελε να ακούσει. Πόση ντροπή ένιωθαν και οι δύο.
Πόσες ενοχές κουβαλούσαν και τύψεις, για το θέατρο που έπαιζαν καθημερινά. Ούτε οι ίδιοι δεν άντεχαν την κοροϊδία.
Τα παιδιά του τα λάτρευε και με τη γυναίκα του πέρασε τόσα όμορφα χρόνια, όμως με εκείνη ήταν ερωτευμένος. Πώς μπορούσε λοιπόν, να γυρίσει την πλάτη, στην δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε;
Μάζεψε τα ποτήρια του κρασιού και πήγε να τα πλύνει στην κουζίνα. Έτριβε και σαπούνιζε ενώ ο άλλος, που είχε κορόνα στο κεφάλι του, της τραγουδούσε ασταμάτητα όλο το βράδυ.
Δυο άνθρωποι, ένα παράνομο ζευγάρι. Δυο χρόνια, ένα μυστικό. Βασανίζονται και βασανίζουν.
Κάθε Χριστούγεννα υποκρίνονται διπλά και μετανιώνουν, που στάθηκαν τόσο αδύναμοι μπροστά στο πάθος. Δεν μπορεί κανείς να τους κρίνει, γιατί ο έρωτας δεν έχει λογική και ίσως το ελαφρυντικό τους να είναι πως, επιλέγουν να καταστρέφονται οι ίδιοι, αναλώνοντας σώμα και ψυχή, παρά να καταστρέψουν όσους βρίσκονται κοντά τους.
Και κάθε Χριστούγεννα κάνουν και οι δυο την ίδια ευχή. Να μπορούσαν να ήταν μαζί.