Γράφει η Μύριαμ.
Βγαίνω απ’ το ντους κι εσύ ακόμη ξαπλωμένος στη μεριά σου, ακίνητος με τα μάτια σου καρφωμένα στο κινητό που βρίσκεται στο κομοδίνο. Πάλι τη σκέφτεσαι, πάλι περιμένεις μήπως σου στείλει ένα μήνυμα.
Πριν λίγο μου έκανες έρωτα και παρόλο που το σώμα σου ήταν κολλημένο στο δικό μου, τα μάτια σου ήταν αλλού. Απέφευγαν ως συνήθως τα δικά μου. Και το στόμα σου απέφευγε να συναντήσει το δικό μου.
«Δε μου πολυαρέσουν τα φιλιά» μου είπες μια μέρα που προσπαθούσα απεγνωσμένα να κλέψω λίγη γεύση απ’ τα χείλη σου. Κι όμως, θυμάμαι ότι αυτήν τη φιλούσες. Σε κάθε σας έξοδο δεν έχανες ευκαιρία να βάλεις τα χέρια σου πάνω της, ν’ ακουμπήσεις το στόμα της και να χαθείς στα μάτια της χαμογελώντας.
Σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι. Δε λες κουβέντα. Πονάς κι ο πόνος διαγράφεται έντονα στη στάση του σώματός σου και βγαίνει στη σιωπή σου. Εκείνη σε άφησε και σε διέλυσε. Άφησε σε μένα τα κομμάτια σου να τα μαζέψω, όμως τελικά είναι ασυμμάζευτα.
Σταμάτησα εδώ και μέρες να σε ρωτάω «τι έχεις;» γιατί κουράστηκα να παίρνω για απάντηση ένα «τίποτα». Εξάλλου ξέρω. Κι ας νομίζεις εσύ ότι σε θεωρώ ένα σκληρό μαλάκα που δεν μπορεί ν’ αγαπήσει. Αυτήν την αγάπησες. Αυτή σε έκανε συνέχεια να γελάς, σε έκανε ευτυχισμένο. Σίγουρα όταν ήσουν από πάνω της την άγγιζες τρυφερά, τη φιλούσες για ώρες στο στόμα και την κοίταζες στα μάτια που ήταν γεμάτα αγάπη.
Έτσι ακριβώς όπως την κοίταζες σ’ εκείνο το μπαρ που βγαίνατε και σας έβρισκα τυχαία. Ζήλευα τόσο πολύ που έβλεπα τα μάτια σου να κρέμονται απ’ τα χείλη της. Κι εκνευριζόμουν που αυτή δεν εκτιμούσε τον άνδρα που είχε δίπλα της. Πώς μπόρεσε να σ’ αφήσει;
Κι όμως ήξερα ότι θα σ’ άφηνε. Μια γυναίκα καταλαβαίνει πότε μια άλλη γυναίκα είναι ερωτευμένη. Απλώς το ξέρει. Κι αυτή απλά σε χρησιμοποιούσε για να κάνει τον πρώην της να γυρίσει. Όπως εσύ χρησιμοποιείς τώρα εμένα για να την ξεχνάς για λίγη ώρα και ν’ αφήνεις πάνω στο σώμα μου τα δάκρυά σου.
Εγώ το ήξερα και περίμενα υπομονετικά. Το παραδέχομαι. Είχα σχέδιο να σε κερδίσω. Ένα σχέδιο που θα κυλούσε από μόνο του. Εκείνο το βράδυ που γύρισες μόνος σου στο μπαρ κατάλαβα ότι είχε τελειώσει. Σε πλησίασα κι εσύ αδιάφορα με κέρασες ένα ποτό. Σε κοιτούσα, όπως σε κοιτάζω τώρα να καπνίζεις στη βεράντα κι έψαχνα, όπως ψάχνω τώρα εκείνο το γλυκό σου βλέμμα που σε ‘κείνη χάριζες με τόση ευκολία.
«Δε θα μ’ αγαπήσεις ποτέ» σκέφτομαι. Με το πρώτο μήνυμα που θα σου στείλει στο κινητό, θα τρέξεις και πάλι κοντά της. Μπορεί να κατάφερα να σ’ έχω στο κρεβάτι μου, όμως την καρδιά σου δε θα την έχω ποτέ. Είναι θέμα χρόνου να ξεγλιστρήσεις απ’ τα χέρια μου και να χαθείς, κι ας προσπάθησα τόσο.
Δε θα μ’ ακουμπήσεις ποτέ όπως αυτήν, δε θα μου χαμογελάσεις ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Δε θα μου κάνεις έρωτα ποτέ όπως έκανες σ’ εκείνην. Μα πιο πολύ με πονάει που ποτέ δε θα με κοιτάξεις όπως κοίταζες αυτήν.
Γιατί τα μάτια δείχνουν την επιθυμία και καθρεφτίζουν την ψυχή.