Παλαιότερα δεν υπήρχε η ευκολία στην επικοινωνία των ανθρώπων που υπάρχει σήμερα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα κι οθόνες, ο έρωτας όμως είναι έρωτας πάντα και για πάντα. Κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να εκφραστεί. Γι’ αυτό οι άνθρωποι τότε έστελναν γράμματα. Θα ‘χει τύχει να δούμε σε ταινίες ή να διαβάσουμε σε βιβλία τέτοια γράμματα ερωτικά. Ή στους πιο τυχερούς, θα ‘χουν πέσει στα χέρια τους γράμματα που αντάλλασαν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας στα νιάτα τους.
Αν και τότε δεν υπήρχαν οι ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης όπως σήμερα, κι αν υπήρχαν, απευθύνονταν σε μικρότερο ποσοστό ανθρώπων, όταν επρόκειτο γι’ αγάπη, έβρισκαν τον τρόπο και τα λόγια να την εκφράσουν. Τα περισσότερα γράμματα ήταν ρομαντικά και λυρικά, προφανώς γιατί και το ίδιο το ρομάντζο είχε ένα ρόλο πιο έντονο. Ένιωθαν την ανάγκη ν’ «αγγίξουν» τον άλλον, έστω μέσα από μια κόλλα χαρτί, ειδικά όσοι ήταν μακριά. Να πουν δυο λόγια τρυφερά, να δείξουν ότι σκέφτονται τον άνθρωπό τους. Όταν βιώνουμε έντονα συναισθήματα, βγαίνει στην επιφάνεια ο καλλιτεχνικός μας εαυτός, μια δημιουργικότητα που ίσως να μη φανταζόμασταν καν ότι έχουμε. Οι μεγαλύτερες τρέλες έγιναν για χάρη ενός έρωτα. Έτσι δεν είναι περίεργο να γίνει ο οποιοσδήποτε για λίγο ποιητής ή συγγραφέας.
Τα παιδιά της δεκαετίας του ’90 προλάβαμε κάτι παραπλήσιο. Τα γραμματάκια που ανταλλάσσαμε στο δημοτικό, αφού ντρεπόμασταν να πούμε με το στόμα την αγάπη μας. Κι όλοι ξέραμε ποιος έγραψε και σε ποιον, ακόμη κι αν κάποια γράμματα έμεναν ανυπόγραφα. Κι όλοι χαζογελούσαμε, πειράζαμε αυτά τα άτομα και σφυρίζαμε αδιάφορα αν ένα τέτοιο γράμμα απευθυνόταν σ’ εμάς αλλά η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή και τα μάγουλα κοκκίνιζαν από ευχαρίστηση.
Μπορεί όλα αυτά σήμερα ν’ ακούγονται κλισέ, μελό, ξεπερασμένα. Πολλοί θα γελάσουν αν δουν ένα τέτοιο γράμμα, άλλοι θ’ αδιαφορήσουν. Λίγους θα αγγίξει. Γράμματα που μπορούσαν να σε πάρουν αγκαλιά, να σε φιλήσουν, να σε αποκοιμίσουν γλυκά τα βράδια. Συναισθήματα από καρδιάς για να μιλήσουν σε μια άλλη καρδιά, λέξεις που ζωγράφιζαν χαμόγελα.
Όταν αποφασίζουμε να στείλουμε ένα γράμμα, έχει διαφορετική βαρύτητα από τον προφορικό λόγο. Εκεί θα μετρήσεις διπλά τι θα γράψεις, δεν υπάρχει το «μου ‘ρθε απλά και το ‘πα». Κάθε λέξη έχει σημασία και ξέρεις ότι κι ο άλλος θα δώσει προσοχή. Το να εκφράσεις την αγάπη σου με τέτοιο τρόπο, κάτι θέλει να πει, ότι έχεις σκεφτεί καλά τα όσα γράφεις, ότι θέλεις να μείνουν στον άλλον, να μην τα περάσει στο ντούκου. Δεν του αφήνεις περιθώρια να τα ξεχάσει, γιατί μπορεί να ανατρέχει σε αυτά όποτε θέλει, άλλωστε scripta manent.
Θες οι άλλοι καιροί που ζούμε, θες ότι έχουμε κάνει κύβο του Ρούμπικ πλέον τις ανθρώπινες σχέσεις, κάπου χάσαμε το νόημα. Όμως τα αισθήματα των άλλων, όπως και να ‘ναι εκφρασμένα, οφείλουμε αν μη τι άλλο να τα σεβόμαστε και να τα εκτιμούμε. Άλλωστε, ποιος δε θέλει να τον αγαπούν τόσο βαθιά κι αληθινά;
Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Φρασιόλα: Κατερίνα Κεχαγιά.