Επιτέλους! Ήρθε η στιγμή που έφυγες με μεγάλη χαρά κι ανακούφιση απ’ το πατρικό σου και, ναι, μένεις μόνος σου στο δικό σου σπίτι πια. Πώς νιώθεις; Αισθάνεσαι, πραγματικά, πως τώρα ξεκινά η ζωή σου. Το διαλέγεις με προσοχή, το φτιάχνεις με μεράκι, το διακοσμείς όλο αγάπη κι όρεξη ακριβώς όπως σου αρέσει. Είναι η φωλιά σου πλέον, ο δικός σου χώρος, απλά ευτυχία. Σιγά-σιγά, βρίσκεις τη σειρά σου, δημιουργείς μια καθημερινότητα που να σ’ αρέσει κι η ρουτίνα σου αποκτά το νόημα που εσύ έχεις επιλέξει να της δώσεις.
Και περνά λίγος καιρός ανεξαρτησίας κι απολαυστικής μοναχικότητας και μια μέρα, ξαφνικά, χτυπά το τηλέφωνο. Είναι οι γονείς σου. «Θα έρθουμε για λίγες μέρες να σε δούμε, μας έχεις λείψει.» Αρχικά, χαίρεσαι πολύ που θα τους δεις, τους έχεις πεθυμήσει κι εσύ. Στη συνέχεια, όμως, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του ένα μικρό άγχος για το πώς θα ‘ναι να μείνετε πάλι όλοι μαζί. Όσο περνάει η ώρα, αυτή η ανησυχία μεγαλώνει. Πρέπει να ετοιμάσεις τα πάντα στην εντέλεια, δεν αρκεί να καθαρίσεις τα πολλά-πολλά, γιατί ποιος ακούει τη μαμά; Πρέπει να ‘ναι τα πάντα τακτοποιημένα και με απόλυτη οργάνωση.
Μέχρι που η μεγάλη μέρα που θα φιλοξενήσεις εσύ πλέον τους δικούς σου έρχεται. Τους υποδέχεσαι με την πιο ζεστή σου αγκαλιά και τους λες με όλη σου την ψυχή: «Καλώς ήρθατε! Σαν στο σπίτι σας!». Καθώς οι γονείς (στη θέση των καλεσμένων αυτή τη φορά) τακτοποιούνται, το μυαλό σου βομβαρδίζεται με σκέψεις, σκέψεις πολλές. Το σπίτι είναι μικρό, προοριζόταν για ένα άτομο κι αναρωτιέσαι πώς θα χωρέσετε τρεις. Η απάντηση βγαίνει αυθόρμητα. «Όλοι οι καλοί χωράνε!» Αναγκαστικά, πράγματα παντού. Βαλίτσες, ρούχα και προσωπικά είδη κατακλύζουν πλέον το σπίτι. Νιώθεις κατά κάποιον τρόπο ότι ο χώρος σου λεηλατείται. Κάνεις, όμως, υπομονή.
Ναι, αλλά δε σταματά εκεί. Η αγαπημένη σου μαμά αποφασίζει να επέμβει στη διακόσμηση που έχεις επιμεληθεί. Έχει ξεχάσει ότι είναι ο δικός σου, ολόδικός σου χώρος κι ότι εσύ αποφασίζεις γι’ αυτόν. Προσπαθείς ευγενικά να το διαχειριστείς αλλά μάταια. Ακούς γι’ ακόμη μια φορά τη γνωστή ατάκα: «Οι μαμάδες ξέρουν πάντα καλύτερα!». Σειρά έχει τώρα το δωμάτιό σου. Ωχ! Ανακαλύπτει με έκπληξη τ’ ασιδέρωτα που είχες κρύψει βιαστικά στην ντουλάπα. Ευτυχώς, ο μπαμπάς συνήθως είναι καλόβολος. Δεν επεμβαίνει σε τίποτα. Το μόνο που θέλει είναι να δει τον αγώνα ποδοσφαίρου στη διαπασών. Να μην του κάνεις το χατίρι; Δε γίνεται!
Σιγά-σιγά, σε πνίγει ένας μικρός πανικός. Προσπαθείς, όμως, να μην τον δείξεις. Μη φανείς αγενής κιόλας. Παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να σκέφτεσαι πιο καθαρά στην προσπάθεια να διαχειριστείς τα νέα δεδομένα. Χρειάζεται, λοιπόν, να χωμέψεις ότι ο χώρος σου, το σπιτάκι σου, δεν είναι πια αποκλειστικά δικός σου, έστω για λίγες μέρες. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να χαμογελάσεις και να βάλεις ευγενικά τα όριά σου απ’ την αρχή.
Η φιλοξενία σαν διαδικασία είναι κάτι δύσκολο πρακτικά για όλους μας. Ακόμα και με ανθρώπους δικούς μας, που τους γνωρίζουμε πολύ καλά και τους αγαπάμε. Είναι επιτακτική η ανάγκη να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα και να τροποποιήσουμε λίγο τις συνήθειές μας, κι ας νιώθουμε μια αντίσταση. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι το καλύτερό μας, χρειάζονται, όμως, αμοιβαίες υποχωρήσεις απ’ όλους και πρώτα απ’ όλα καλή πρόθεση, όπως λένε, καλή καρδιά.
Σε καμία περίπτωση δε θέλεις οι καλεσμένοι σου να αισθανθούν άβολα. Αντίθετα, θέλεις να νιώσουν άνετα και να ‘ναι ο εαυτός τους. Ο σκοπός είναι οι μέρες της ολιγοήμερης συνύπαρξης να κυλήσουν όμορφα για όλους, να περάσετε καλά, στο τέλος να φύγουν χαρούμενοι κι εσύ να νιώθεις ανακούφιση κι ότι πάνω απ’ όλα ήσουν καλός οικοδεσπότης.
Τότε θυμάσαι τον Ξένιο Δία των αρχαίων Ελλήνων κι όλες τις ανησυχίες που έχεις νιώσει μέχρι τώρα, τις προσφέρεις απλόχερα θυσία στο ναό του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη