«Καθρέφτη καθρεφτάκι, ποια είμαι;»
«Εσύ είσαι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη, η πιο αγαπητή κι η πιο ενάρετη!»
«Ναι, ρε καθρέφτη καθρεφτάκι, αλλά ποια είμαι εγώ;»
«Είσαι μία αντανάκλαση. Η πιο όμορφη στα μάτια που σε γέννησαν. Η πιο έξυπνη σε ‘κείνα που σε ανάθρεψαν. Η πιο αγαπητή σε εκείνα που δεν τους χάλασες χατίρι κι η πιο ενάρετη σε αυτά που δεν αμφισβήτησες ποτέ την αντανάκλασή σου. Κι αν θες να μάθεις ποια είσαι εσύ, θα πρέπει να με σπάσεις. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; 7 χρόνια κακοτυχίας, λέει ο λαός, αλλά εγώ θα σου πω μία ζωή δυσκολίας. Γιατί όσο πιο πολλά τα κομμάτια σε εμένα, τόσο πιο πολλά και σε εσένα. Μικρά, μεγάλα, σκόρπια κι ασύνδετα. Άσε που ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις. Τι θα δεις. Και θα πρέπει να τα κρατήσεις όλα. Αλλιώς δε θα συμπληρωθεί το παζλ. Αλλιώς δε θα δεις ποτέ τη μεγάλη σου εικόνα. Αξίζει, λοιπόν, να ψάχνεις μια ζωή;»
Κατά λάθος έσπασα τον καθρέφτη. Απ’ τα νεύρα μου. Ήταν κολλημένος πίσω απ’ το φύλλο της ντουλάπας μου. Ήταν πιο ψηλός από εμένα. Αλλά εγώ ήμουν τσαντίλα. Θυμωμένη με τους γονείς μου που μου απαγόρευαν να πάω σε μία συναυλία. Στο απέναντι φύλλο ήταν κολλημένη η αφίσα του κιθαρίστα του συγκροτήματος που ήθελα να δω. Ήμουν τόσο θυμωμένη που δεν έβγαζα κιχ. Έβγαζα καπνούς. Και δύο φλέβες στο κούτελο που χτυπούσαν σαν καμπάνες πολέμου. Έκλεισα το ένα φύλλο όσο πιο δυνατά μπορούσα, απογοητευμένη που θα τον βλέπω μόνο σε αφίσα. Έκλεισα το δεύτερο πιο δυνατά από όσο νόμιζα ότι μπορούσα. Κι ο καθρέφτης δεν το περίμενε ποτέ αυτό από εμένα. Του ράγισα την καρδιά. Τρόμαξα κι άνοιξα να δω αν είναι καλά. Και με είδα. Με μία χαρακιά στη δωδεκάχρονη μούρη μου, που με τρόμαξε. Και μου άρεσε. Εκεί ξέμαθα ότι δεν είμαι καλό παιδί. Εκεί γνώρισα και το όχι και τόσο υπάκουο πλάσμα που υπήρχε μέσα μου. Ιδέα δεν είχα ποια είμαι κι ούτε που είχα αναρωτηθεί ποτέ στη ζωή μου. Αλλά με έκπληξη διαπίστωσα τι δεν είμαι. Θα μου πεις, πρώτη φορά τσακώθηκες με τους γονείς σου; Όχι. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι που δεν ήξερα ότι μπορώ να κάνω. Κάτι που δεν ήξερα ότι ήθελα να κάνω, αλλά αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Να καταστρέψω, να σπάσω. Να απελευθερώσω. Και κοίταξα με περηφάνια το κατόρθωμά μου. Συνειδητά, μες στα μάτια.
Ο καθρέφτης φτιάχτηκε και συνέχιζα να τον κοιτάζω με ένα ειρωνικό χαμόγελο όποτε έπεφτε το μάτι μου πάνω του, ανοίγοντας την ντουλάπα για να βγάλω καμιά ζακέτα ή κανένα χαριτωμένο πουκαμισάκι με πολύχρωμο γιακά.
Αρκετά χρόνια αργότερα κοίταξα ξανά τον καθρέφτη εσκεμμένα. Κοίταξα παντού εκτός απ’ τα μούτρα μου. Ντρεπόμουν. Κοίταζα κι έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που με εξευτέλιζε. Αυτό που προκαλούσε κάποιες φορές ξεδιάντροπα και γλοιώδη βλέμματα που απλωνόντουσαν πάνω μου, σαν να προσπαθούν να με αγγίξουν. Με κοιτούσα στον καθρέφτη καχύποπτα κι ερευνητικά, όπως ένας ντετέκτιβ εξετάζει τον τόπο του εγκλήματος για στοιχεία. Κι έψαχνα αυτό που με σκότωνε από ντροπή, όταν κάποιες φορές τα βλέμματα γινόντουσαν λέξεις προκλητικές, ταπεινωτικές. Τι ήταν αυτό που έδινε το δικαίωμα σε κάποιους αγνώστους να μου μιλήσουν χωρίς να μου μιλάνε; Χωρίς να ‘χουν ιδέα ποια είμαι εγώ;
Εγώ ήμουν. Κι αυτό που έψαχνα, τελικά, ήταν στη μούρη μου. Που πια δεν ήταν εντελώς παιδική, αν και το σώμα μου δεν είχε αλλάξει εντυπωσιακά.
Εγώ ήμουν που μεγάλωνα κι ήμουν κορίτσι. Και ντράπηκα. Και μπερδεύτηκα γιατί δεν καταλάβαινα αυτή τη φορά τι έχω κάνει λάθος. Σε τι φταίω. Με κοίταξα όπως και πριν κάποια χρόνια στα μάτια κι έμαθα ακόμα μία φορά τι δεν είμαι. Δεν είμαι αθώα. Δεν είμαι ασφαλής. Και δεν είμαι αρκετά γενναία για να ‘μαι κορίτσι. Και ντράπηκα για λογαριασμό μου. Και κρύφτηκα σε φαρδιές μπλούζες και παντελόνια και μαλλιά πιασμένα σφιχτά.
Και για πολλά χρόνια ένιωθα ασφαλής. Ξεγλιστρούσα απ’ τα ραντάρ των αντρών, με συμπεριφορά που έμοιαζε στη δική τους. Κι η ησυχία φέρνει βλακεία. Και μες στη βλακεία μου δεν ξανακοίταξα τον καθρέφτη, γιατί ήμουν σίγουρη ποια είμαι.
Μέχρι που με κοίταξε κάποιος σαν να ‘μαι κάτι άλλο. Κάτι που βρίσκεται πολύ καλά κρυμμένο μέσα μου. Ξεχασμένο κι εντελώς ανυποψίαστο για την ύπαρξή του. Κι όμως το έβλεπε ξεκάθαρα, σαν να κοιτάζει σε καθρέφτη. Και τρόμαξα και πήγα στην τουαλέτα να δω τι βλέπει. Κοίταξα τα μαλλιά μου, τα χέρια μου, τα ρούχα μου. Τίποτα. Πλησίασα τον καθρέφτη. Με κοίταξα για μία ακόμα φορά στα μάτια. Και με κοίταξαν πίσω με την ορμητική επιθυμία της γυναίκας. Εκείνη που μπορεί τα πάντα. Ακόμα και να γυρίσει τη Γη ανάποδα. Δεν ήμουν αρκετά γενναία να ‘μαι κορίτσι, αλλά ίσως να ‘μουν αρκετά θαρραλέα να ‘μαι γυναίκα. Αυτή η ορμητική επιθυμία με έκανε να νιώθω παντοδύναμη.
Βεβαίως, η ίδια ορμητική επιθυμία με ‘μαθε ότι είμαι παντελώς αδύναμη, αφού έτσι ορμητικά έπεσα κι έφαγα τα μούτρα μου. Και κάθε φορά που έπεφτα και λίγο πιο χαμηλά στα μάτια του καθρέφτη, αφαιρούσα και κάτι από ‘κείνα που νόμιζα πως ήμουν. Δεν ήμουν τόσο άμεμπτου ηθικής, δεν ήμουν απολύτως ειλικρινής, δεν ήμουν ακριβώς αξιοπρεπής. Αλλά, για δες, είμαι κι ευαίσθητη. Και προστατευτική. Κι εχέμυθη. Και μοναχική. Και τελικά, αρκετά δυνατή για να γυρίσω τον δικό μου μικρό κόσμο ανάποδα.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είμαι εγώ;»
«Είσαι τα κομμάτια που αντέχεις να σπάσεις. Τα λάθη που διαλέγεις να κάνεις.»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη