Γράφει η Αντιγόνη Μ.
Ούτε που κατάλαβα για πότε μπήκα στο λεωφορείο και βρέθηκα στη Ραφήνα.
Με την ίδια μανία, επιβιβάστηκα στο ferry και πάτησα το πόδι μου στην Άνδρο.
Δυο χρόνια πάνε, δυο χρόνια παντελούς απουσίας, ανυπόφορης θλίψης.
Δυο χρόνια με κούπες, που ξεκινάνε το απόγευμα να μυρίζουν καφέ, λίγο μετά τσάι και προς το ξημέρωμα βρωμοκοπάνε βότκα.
Από αυτή τη φτηνιάρικη του Σκλαβενίτη.
Δέκα ευρώ η φιάλη και τη βγάλαμε και απόψε.
Θα τα δούμε τα χάλια μας το πρωί.
Το πρωί που λες, παραπατάω όπου βρω.
Δυο χρόνια που έφυγε, τα βινύλιά του ακόμα στο σαλόνι τα ‘χω.
Εκεί γύρω στο χάραμα, που η ανάσα μου αφήνει παντού σταγονίδια από absolut, πάω και τ’αγκαλιάζω.
Στήνομαι στον καθρέφτη, τα κρατάω σφιχτά, τους τραγουδάω και χορεύω.
Σε ένα σβούρηγμα, μου ήρθε η φαεινή ιδέα.
Δε θα γράψω, δε θα τηλεφωνήσω.
Θα μπω στο καράβι και θα πάω.
Δεν είχα στο μυαλό μου κανένα προγραμματισμό.
Καμία προβαρισμένη φράση.
Ακόμη και τη φούστα μου, δεν την έλεγες καλοσιδερωμένη.
Λίγο μ’ενοιαζε όμως.
Είχα κάτι καλοκαίρια να μου τρυπάνε το μυαλό και να μη μπορούν να με αφήσουν να ηρεμήσω.
Και εκεί γύρω στα σαράντα, αυτά τα καλοκαίρια είναι επικίνδυνα.
Πήγα στην ταβέρνα.
Τον ζήτησα.
Συνήθως τέτοια ώρα βγάζει την μικρή στο πάρκο.
Ποια μικρή;
Πότε πρόλαβε να κάνει παιδί;
Άρχισα να τρέχω στην πρασινάδα.
Αγόρασα και μια εφημερίδα και την κότσαρα μπροστά στο πρόσωπό μου.
Λες και η καπαρντίνα και τα μαύρα γυαλιά, Γενάρη μήνα, δεν κάνανε δουλειά.
Αργούσε. Μεγάλο λάθος του.
Πάντα όταν εκείνος αργούσε, εγώ σκεφτόμουν.
Στις φωτογραφίες της φυλλάδας, έβλεπα τ’απογεύματα που με κυνηγούσε μες στο σπίτι να με πιτσιλίσει με το νεροπίστολο.
Στους τίτλους ειδήσεων, διάβαζα τις «καλημέρες», που μου άφηνε στο κομοδίνο.
Μέχρι να δω τη φιγούρα του να πλησιάζει, είχα προλάβει να ζήσω για πολλοστή φορά το ρέκβιεμ του έρωτά μας.
Στο πιο απελπισμένο του.
Ένα κοριτσάκι ούτε ενός έτους, με το ζόρι περπατάει, σκοντάφτει στις λάσπες, κλαίει, ματώνει και γκαρίζει «μπαμπα!»
Εκείνος τρέχει προς το μέρος της, την σηκώνει στα χέρια, της φιλάει απαλά το μέτωπο για να την ηρεμήσει και εγώ Θεέ μου, ζηλεύω!
Πόσο άρρωστη μπορεί να είμαι, που ζηλεύω το φιλί προς το παιδί του;
Κάνω ένα βήμα να τον πλησιάσω και το μετανιώνω την ίδια στιγμή.
«Στο λιμάνι!», φωνάζω σ’ενα ταξί που ήταν σταματημένο στην πιάτσα.
Επιβιβάζομαι.
«Το παιδί είναι καλά;», με ρωτάει ο οδηγός.
Ένας οδηγός, από αυτούς που συναντάς στην επαρχία. Που σου ξυπνούν νοσταλγία για το δικό σου «χωριό».
Ψαρομάλλης, με κομπολόι στο χέρι, Χάρις Αλεξίου στα ηχεία και βλέμμα καλοκάγαθου ανθρώπου.
– Έτσι φάνηκε.
– Δόξα το Θεό! Πολύ ταλαιπωρημένος ο Νικόλας, το μόνο που του ‘λειπε τώρα, ήταν να πάθει κάτι η Μαρία.
Έμαθα και τ’ονομα της θυγατέρας, ήθελα δεν ήθελα.
Κοιτούσα τη θέα απ’το λιμάνι, μετρώντας από μέσα μου τα λεπτά για να μπω στο καράβι, να βρεθώ γρήγορα στο δυάρι μου και κυρίως να πάψω ν’ακούω τη φωνή του.
«Πριν δυο χρόνια που πρωτογύρισε απ’την Αθήνα, δε μιλιόταν.
Είχε γίνει σούσουρο, έλεγαν πως τρελάθηκε.
Έμπαινε στη βάρκα του πατέρα του απόγευμα, γυρνούσε το ξημέρωμα.
Δε μιλούσε σε κανέναν.
Έλεγαν ότι έφταιγε μια Αθηναία. Αυτή τον είχε τρελάνει.
Μια Αντιγόνη, την ξέρεις;
Απ’την Αθήνα δεν είσαι και εσύ; Ίσως την ξέρεις.
Ξέρω βέβαια οτι η Αθήνα δεν είναι χωριό, αλλά πόσες Αντιγόνες να ‘χει;
Αυτή η Αντιγόνη, του πήρε τα μυαλά με τις παλαβομάρες της.
Ώσπου ένα πρωί λένε ότι γύρισε στο σπίτι και την έπιασε με άλλον.
Ξέρεις βέβαια πως τα λέμε εμείς εδώ.
Κάποια είναι αλήθεια και κάποια όχι.
Πάντως ο Νικόλας μέχρι που γνώρισε τη γυναίκα του, δασκάλα που ήρθε με απόσπαση εδώ, ήταν σαν σκιάχτρο.
Γι’αυτο που λες κοπέλα μου, ευτυχώς που δεν έπαθε κάτι το παιδί.
Είναι δώδεκα ευρώ, φτάσαμε.»