Γράφει η Τ.

 

Το ότι δε στο λέω δε σημαίνει ότι δε μου λείπεις, ούτε πως δεν παλεύω ίσα με δέκα φορές τη μέρα με τα δάκτυλά μου για να μη σηκώσω το τηλέφωνο, για να μην πληκτρολογήσω δυο τρεις αδιάφορες λέξεις, ούτε τελείως τυπικές, ούτε απελπισμένες. Το ότι τόσες μέρες δεν έχω εμφανιστεί, δε σημαίνει ότι δε σε σκέφτομαι, ότι δεν αναρωτιέμαι κάθε είκοσι λεπτά τι να κάνεις, ότι δεν αφήνω τη δουλειά στη μέση για να ρίξω μια κλεφτή ματιά σε όποιο κατασκοπικό μέσο διαθέτω για να πάρω λίγη μυρωδιά από εσένα.

Εσένα που έδιωξα και δεν το έκανα καθόλου ελαφρά τη καρδία. Εσένα που νοητά επιστρέφω κάθε που βραδιάζει και κάθε που μια νέα μέρα ξημερώνει χωρίς εσένα. Πώς στο διάολο περνάνε οι μέρες τώρα που είχα συνηθίσει να τις περνάω με σένα, δεν έχω προλάβει ακόμα να το επεξεργαστώ. Άλλοτε μηχανικά κι άλλοτε μ’ ενθουσιασμούς της στιγμής, επιτέλους λίγο αλκοόλ στις φλέβες μου και χαμόγελα από νέα χαίρω πολύ, που ναι μεν μου είχαν λείψει, αλλά δε στέκονται ικανά για να μη σκέφτομαι εσένα.

Αλλά δε θα στο πω. Πόσο εγωιστικό να σε αναστατώσω για να αναβάλλουμε τον πόνο για κάποιους ακόμα μήνες ή εβδομάδες; Για να βάλουμε νερό στο ήδη αραιωμένο κρασί μας, για να σου στερήσω χρόνο κι ευκαιρίες, για να είναι μετά ακόμα πιο δύσκολο;

Πόσοι ηλίθιοι οι άνθρωποι κι οι απολυτότητές τους. Καμιά φορά δε φτάνει το συναίσθημα, δεν τα λύνει όλα η λαχτάρα, δεν τρέχεις με χίλια στην εθνική οδό με χαλασμένα λάστιχα και συνεπιβάτη αυτόν που αγαπάς. Γιατί; Για να τον χαντακώσεις πάλι; Για να σε αποστραφεί ακόμα περισσότερο όταν τελικά ούτε αυτή η προσπάθεια θα πετύχει; Δεν αξίζει στην ιστορία μας το τράβηγμα απ’ τα μαλλιά ούτε δυο-τρία κρεβάτια το μήνα. Δε μας αξίζει η κλεισούρα, η παραίτηση, οι μετρημένες κουβέντες λίγο πριν τον ύπνο και στο μεσημεριανό.

Κι έπειτα σκέφτομαι ότι αν υπήρχε ένας τρόπος ν’ αποφύγουμε τις μετωπικές δε θα το σκεφτόμουν ούτε μισό δευτερόλεπτο πριν σου πω ότι μου λείπεις. Αν δεν επαναπαυόμασταν ξανά, αν δεν αφήναμε τον καναπέ να μας ρουφήξει ολόκληρους, αν τέλος πάντων βρίσκαμε εκείνο το γαμημένο τρόπο να συμβιβάσουμε τις ανησυχιες και τις δεύτερες σκέψεις μας, να ρίξουμε μια μούντζα σε όσα και όσους δε μας θέλανε μαζί και ν’ αρχίζαμε απ’ το σημείο μηδέν. Και μετά συνέρχομαι γιατί φοβάμαι ότι το μηδέν είναι πολύ μακριά ίσως για εμάς, ίσως είμαστε ήδη στο -10 και ταυτόχρονα στο +100. Σ’ εκείνο το ιδεατό +100 που φτάνουν λίγοι. Οι λίγοι που κατορθώνουν να μη βάλουν τον εγωισμό τους μαρκίζα και απομακρύνονται με κόστος γιατί ξέρουν ότι αν επιστρέψουν μόνο φθορά θα φέρουν.

Δε θα έρθω για ένα υπέροχο βράδυ, όσο κι αν το θέλω, αν είναι μετά να είμαστε κομμάτια είκοσι μέρες. Δεν είναι αγάπη η απερισκεψία, δεν είναι ενδιαφέρον η ανασφάλεια και δεν είναι μαγκιά να γαμάς την ψυχολογία κάποιου άλλου μόνο και μόνο για να τον ευχαριστηθείς χωρίς να μπορείς να εγγυηθείς τίποτα.

Δεν έφυγα για το καλό σου, δεν είμαι τόσο αλτρουίστρια. Έφυγα για το καλό μας. Αυτό το μας όμως περιλαμβάνει και σένα. Και δε θα επιστρέψω απλά για το δικό μου καλό, αν δεν είμαι σίγουρη ότι το ίδιο καλό θα είναι και για σένα.

Το ότι όμως δεν έρχομαι ή δε στο λέω, δε σημαίνει καθόλου ότι δε μου λείπεις.

Ίσως τελικά να μου λείπεις και περισσότερο απ’ ό,τι εγώ σε σένα. Πλάκα δεν έχει;