Εδώ που φτάσαμε δε μοιάζει να έχουμε και πολλές επιλογές. Για πολλούς μάλλον είναι μονόδρομος. Άνθρωποι γνωρίζονται, ερωτεύονται, πληγώνονται και χωρίζουν. Αρχή, μέση και τέλος.
Ένας κύκλος που έχει ανοίξει και κλείσει εκατομμύρια φορές για εκατομμύρια ανθρώπους. Άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ ή λίγο ή και καθόλου, έζησαν μαζί κι όταν πάψανε πια να περνάνε καλά, έριξαν τίτλους τέλους και κατέβασαν το έργο.
Άλλοι πήραν την απόφαση αβίαστα και με ελαφρά την καρδία κι άλλοι το έφεραν από εδώ, το έφεραν από ‘κει, το πάλεψαν λιγάκι, τσακώθηκαν, χτυπήθηκαν, τσαλακώθηκαν μέχρι που κρέμασαν εξαντλημένοι τα γάντια και βαρέθηκαν να το παλεύουν.
Γιατί τόσο δράμα, γιατί τόσος πόνος; Μήπως θα είμαστε οι πρώτοι που δεν τα κατάφεραν ή οι μοναδικοί που πρόδωσαν όρκους αγάπης κι υποσχέσεις κοινής κι αμοιβαίας ευτυχίας;
Κι όμως, αν δεν αγαπιόμασταν πια, αν είχαμε κουραστεί, αν είχαμε βαρεθεί, αν είχαμε χορτάσει πια ο ένας τη σάρκα του άλλου κι είχαμε σιχαθεί τη μυρωδιά μας, αν ήμασταν καλύτερα χώρια κι αν μπορούσαμε να σκεφτούμε ένα μέλλον με ξεχωριστές διαδρομές, τότε ναι, δε θα υπήρχε χώρος για δράμα.
Τότε θα ήμασταν τυχεροί μέσα στην ατυχία μας. Δε θα ήμασταν μόνοι, αλλά δύο ελεύθεροι άνθρωποι που θα άνοιγαν επιτέλους ξανά τα φτερά τους και θα είχαν μία ακόμα ευκαιρία να ζήσουν ευτυχισμένοι· χωριστά αφού μαζί θα τα κατάφεραν.
Αν ήμασταν έτσι δε θα χαράμιζα ούτε μισό δάκρυ, δε θα σου κάκιωνα, δε θα με τσάντιζε η αδιαφορία σου ούτε θα σε χάλαγαν οι φωνές μου.
Τότε απλώς θα χαμογελούσαμε –με αυτό το χαμόγελο το τυπικό, το μαγκωμένο– θα δίναμε τα χέρια, θα λύναμε τη συμφωνία μας, θα ανταλλάσσαμε ένα ξενέρωτο «λυπάμαι» και θα ευχόμασταν αμφότεροι «καλή τύχη» και θα το εννοούσαμε.
Όμως εγώ δεν μπορώ χωρίς το χαμόγελό σου, δεν κλείνω τα μάτια μου αν δεν ακούσω την καληνύχτα σου, δεν κοιμάμαι αν δεν έχω την αγκαλιά σου για μαξιλάρι μου και ξυπνάω στραβά αν δεν είσαι η πρώτη «καλημέρα» μου.
Όμως εσύ δεν κουράστηκες απ’ τις φωνές μου, δε βαρέθηκες τις γκρίνιες μου κι ούτε αντέχεις να κοιμηθείς μισό βράδυ μόνος σου χωρίς τις κρύες πατούσες μου μπλεγμένες με τις δικές σου.
Ακόμα μαλώνουμε, ακόμα φωνάζουμε, ακόμα χτυπιόμαστε και γδερνόμαστε γιατί ακόμα υπάρχει κάτι που μας θέλει μαζί. Γιατί τσακώνεται όποιος έχει ακόμα κάτι να σώσει κι όποιος αδιαφορεί αφήνει τη σιωπή να κάνει τη δουλειά της.
Κάναμε λάθη, είπαμε πολλά, λόγια που δεν εννοούσαμε απ’ αυτά που κάθε καβγάς προκαλεί να γίνουμε πιο σκληροί, πιο κυνικοί. Πληγώσαμε και πληγωθήκαμε, ξεχάσαμε κι αφήσαμε το χρόνο κι έναν πούστη εγωισμό να μας κάνει να αμφισβητήσουμε τα ίδια μας τα αισθήματα. Μα αν είχαν πεθάνει δε θα μας ένοιαζε, δε θα πονούσε τόσο.
Εδώ που φτάσαμε λοιπόν, δεν έχουμε πολλές επιλογές. Έχουμε όμως ακόμα μια ελπίδα, μια τελευταία ευκαιρία, αυτή που σου χαρίζεται πριν το τέλος και πρέπει να τη σεβαστείς γιατί αν τη χάσεις δεν εμφανίζεται ποτέ πια ξανά.
Αν θέλουμε να το σώσουμε πρέπει να γνωριστούμε ξανά απ’ την αρχή, να μηδενίσουμε, να πάρουμε αποστάσεις απ’ το τέλος. Κι ίσως αυτή τη φορά να μην κάνουμε λάθη, να μην κάνουμε τα ίδια τουλάχιστον.
Να μου κλείνεις το στόμα με ένα φιλί κάθε φορά που θα ετοιμάζομαι να πω κάτι που δε θα εννοώ, κάτι που θα πονέσει εσένα· κι εμένα διπλά. Να κλειδώνω τον εγωισμό σου στην ντουλάπα κάθε φορά που σε κρατάει μακριά μου.
Να μηδενίσουμε τα κοντέρ, να σβήσουμε τις κακές στιγμές. Να προσπαθήσουμε μαζί. Να κολλήσουμε τα κομματάκια, σαν να μη σπάσαμε ποτέ, σαν να μη σε πλήγωσα, σαν να μη με πόνεσες στιγμή.
Αυτή η αρχή θα είναι η μόνη μας ευκαιρία, αυτή τη φορά θα αγαπηθούμε σωστά γιατί φτάσαμε κοντά στο τέλος κι είδαμε πως δεν είναι για εμάς.