Το κρεβάτι είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του. Τόσο υψηλής σημαντικότητας, που οι κανόνες αυτού του κόσμου θα ‘πρεπε να επιβάλλουν τη γραφή του με κεφαλαίο. Τα κρεβάτια μας κι ό,τι μας αρέσει να κάνουμε πάνω σ’ αυτά. Μόνο ωραία πράγματα μας συμβαίνουν εκεί· απ’ τον ύπνο μέχρι τα ψιχουλάκια που γεμίζουν τα σάντουιτς μετά το σεξ.
Υπάρχει και κάτι ακόμα, όμως. Κάτι μικρό, όμορφο, που γουστάρουμε όλοι μας και πολύ, αλλά κανείς δεν τ’ ομολογεί. Είναι μυστήριο κα μυστικό, τόσο προσωπικό όσο το πώς σου αρέσει να πίνεις τον καφέ σου και ποια ώρα της ημέρας είναι η καλύτερη για παγωτό. Τα πράγματα που λέμε ο ένας στον άλλον, αγκαλιά στο κρεβάτι, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος.
Απ’ όλες τις ώρες τις είκοσι τέσσερις, εκείνη είναι η πιο ιδιαίτερη. Έχεις τρέξει όλη μέρα, έχεις πεθάνει. Έχεις διαβάσει, έχεις δουλέψει, έχεις πάει λαϊκή, μαγειρέψει, πλύνει, μιλήσει με τη μάνα σου που σου είπε ότι πέρασε ακόμα μια μέρα που δεν παντρεύτηκες. Κι αφού εκπλήρωσες το χρέος σου προς τον κόσμο για ακόμα μια φορά, ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου. Δίπλα σου ένα σώμα ταλαιπωρημένο εξίσου, γυρνά και σε κοιτά με κατανόηση στα μάτια. Αυτή είναι η στιγμή σας.
Απελευθερωμένοι από κάθε υποχρέωση που φέρνει μαζί του το φως, τη νύχτα γι’ αυτή τη μία στιγμή μπορείτε να είστε οι εαυτοί σας. Η καθημερινότητα σ’ έχει κουράσει τόσο, που τίποτα δεν έχει σημασία πια, εκτός από το ότι έχεις ξαπλώσει με κάποιον που αγαπάς και σ’ αγαπάει κι αυτό τα φτιάχνει όλα απ’ την αρχή.
Κάθεστε μύτη με μύτη, έτσι που τα μάτια ν’ αλληθωρίζουν κι αυτή τη στάση τη βρίσκεις παρ’ όλα αυτά τόσο γοητευτική κι άνετη. Κάπου βρίσκουν και τα χέρια το ένα τ’ άλλο και ξεκινούν και πλέκονται. Τα χείλη χαζογελούν, οι γλώσσες αγγίζονται, οι καρδιές χτυπούν. Ο ύπνος απαιτεί την προσοχή σας, δε γίνεται να τον αγνοούν. Κάθεται πάνω σας, μπαίνει ανάμεσα, πειράζει τα μαλλιά σας. Σβήνει το φως και σας βάζει με ασυναγώνιστη πειθώ να βολευτείτε αγκαλιά. Η πλάτη σου στην κοιλιά του. Τα χέρια σου στη μέση της.
Και πάνω εκεί, μες στη ζαλάδα, το σκοτάδι και τ’ αγκάλιασμα, οι λέξεις εκκινούν απ’ την αφετηρία τους και τρέχουν απ’ τις γλώσσες και τα στόματα. Σ’ αγαπάει, το ‘ξερες; Πολύ. Και ξανά, πολύ-πολύ. Είσαι το κορίτσι του, μόνο δικό του, πάει τελείωσε. Στο είπε, τώρα το ξέρεις.
Τι μας κάνει να μιλάμε έτσι; Γιατί δε μας κομπλάρει που εκφραζόμαστε τόσο; Ίσως είναι το σκοτάδι. Είναι που δε βλέπεις τις λέξεις σου την ώρα που τις λες. Γι’ αυτό θα του πεις ότι σου έλειψε. Ότι τον κόμπο της απουσίας του στο στομάχι σου τον ένιωσες σφιχτό. Μην κάνετε τόσον καιρό να ξαναβρεθείτε, τον παρακαλείς. Σε κάνει ανήσυχη να μην το βλέπεις για μέρες ολόκληρες.
Μέσα στην «ανωνυμία» που σου προσδίδει το σκοτάδι, συνεχίζεις και μιλάς κι απευθύνεις τις λέξεις σου στην πλάτη της τη γυρισμένη. Πού θα πάει και θα σ’ αφήσει μόνο σου; Δεν της είχες πει τίποτα μέχρι τώρα, δεν την είχες αφήσει να καταλάβει πόσο πολύ θα σου κοστίσει, γιατί δεν ήθελες να της χαλάσεις τα σχέδια και τον ενθουσιασμό. Αλλά δε θέλεις να σου φύγει, ρε γαμώτο. Ας είναι για μερικές μέρες. Ας είναι για μερικά χρόνια, να φτιάξει το μέλλον της. Τι θα γίνει με το δικό σου μέλλον, χωρίς εκείνη;
Έχοντας κλείσει πια τα μάτια, νιώθοντας μόνο με το σώμα κι ακούγοντας μόνο τις ανάσες σας τις ρυθμικές, νιώθεις κι εσύ πιο καθαρά τα αισθήματα να μιλούν μέσα σου. Θα του πεις, λοιπόν. Πιστεύοντας ίσως και λίγο ότι η αλήθεια σου δε θ’ ακουστεί τόσο μεγάλη, όσο ακούγεται στο κεφάλι σου φορές-φορές. Λες θα τα πάρει τα λόγια ο ύπνος.
Αν είναι να τα πεις κάποτε, ας είναι τώρα, που ο κόσμος μισοκοιμάται. Έτσι, θα μάθει πόσο πολύ σ’ έχει χαράξει, σ’ έχει σχηματίσει σχεδόν άνθρωπο καινούριο, με νέα χαρακτηριστικά, περισσότερα και καλύτερα. Σ’ αρέσει αυτό, το θες. Τον θες. Καμιά φορά σκέφτεσαι να ζείτε χωριστά και πιάνεται η ανάσα σου. Λέγονται, μωρέ, αυτά και να κοιτάς τον άλλον κατάματα;
Κάθε που φτάνουν οι μεγάλες ώρες, τότε που τα ζευγάρια αγκαλιάζονται και πιάνονται απ’ το χέρι για να κοιμηθούν, όταν τα μάτια κλείνουν κουρασμένα κι είμαστε ένα βήμα πριν την εξάντληση, τότε και πάνω στα κρεβάτια μας θα γίνουν οι κουβέντες ασυγκράτητες απ’ τα δόντια. Την πιο ήρεμη ώρα της μέρας. Την πιο ανυποψίαστη.
Τις πιο μεγάλες εξομολογήσεις μας τις κάνουμε το βράδυ, αγκαλιά, στο κρεβάτι μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη