Η ντοπιολαλιά είναι το σύνολο των λέξεων κι εκφράσεων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σε μία συγκεκριμένη περιοχή, με μια ιδιαίτερη συνήθως προφορά, χαρακτηριστική αυτού του τόπου. Είναι οι εικόνες, η ομορφιά, η μυρωδιά κι η γοητεία της υπαίθρου και της παράδοσης ενός μέρους.
Πόσο πρωτότυπο κι εκκεντρικό το να ακούς έναν άνθρωπο να μιλά με διαφορετικό τρόπο απ’ τον συνηθισμένο, με λέξεις άγνωστες στα αφτιά σου ή κάπως πειραγμένες απ’ ό,τι τις έχεις εσύ αφομοιώσει! Όλοι εντυπωσιαζόμαστε όταν συναντάμε κάποιον που ξεχωρίζει μέσα απ’ τις λέξεις και τις καταλήξεις του και θέλουμε συνήθως να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτόν. Πάντα και παντού το αλλιώτικο κεντρίζει την προσοχή.
Καλώς ή κακώς, πλέον που τα χωριά έχουν αδειάσει κι όλος ο κόσμος συγκεντρώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεννιέται, ζει και μεγαλώνει στις πόλεις, είναι όλο και πιο σπάνιο να ακούσεις κάποιον να μιλάει με διάλεκτο ή με ιδιώματα. Ίσως γι’ αυτό κι όταν βρεθεί στον δρόμο σου ένας τέτοιος άνθρωπος θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό. Για να ‘μαστε ειλικρινείς, στην πρώτη επαφή με το οτιδήποτε για μας άγνωστο τα ‘χουμε λίγο χαμένα, δεν ξέρουμε πώς να το διαχειριστούμε, ίσως γελάσουμε από αμηχανία ή βρούμε αφορμή για πειράγματα, μα στην ουσία δεν υποτιμούμε ούτε χλευάζουμε αυτή τη μοναδικότητα, ίσα-ίσα τη θαυμάζουμε και σαν μαγνητισμένοι κολλάμε εκεί, σε ‘κείνη την ιδιότυπη προφορά, σε ‘κείνες τις λέξεις που γαργαλούν τα αφτιά μας και δημιουργούν εκρήξεις στον εγκέφαλό μας όσο προσπαθούμε να τις αποκωδικοποιήσουμε.
Από πού να ξεκινήσουμε; Απ’ τους Κρητικούς; Που μην ακούσουμε ότι κάποιος είναι από την Κρήτη, αμέσως πετάμε τη σκούφια μας κι αρχίζουμε τα «Πού είσαι ωρέ κοπέλι;» ή τους νησιώτες (κυρίως του Ιονίου) και τη χαρακτηριστική μελωδική προφορά τους, που τους ακούς και νομίζεις ότι τραγουδάνε; Κι είναι η Κύπρος, που παίζει σ’ άλλο επίπεδο, μία κατηγορία από μόνη της, με πελλούς, κουμπάρους και κορούες. Πάντως ακόμα και τα “λλι” και “ννι” της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και της Λέσβου μας κάνουν να θέλουμε να τα μιμηθούμε.
Ας απενοχοποιηθεί, επιτέλους, όλο αυτό με τις διαλέκτους, τις προφορές και τα ιδιώματα. Τίποτα το άσχημο δεν υπάρχει σ’ αυτά, αντιθέτως είναι τόσο ιδιαίτερο κι όμορφο να κρατάς την παράδοση ενός τόπου, που σπανίζει στις μέρες μας, γι’ αυτό και ξεχωρίζει. Είναι η πολιτιστική κληρονομιά όλων μας στο κάτω-κάτω κι ένα μεγάλο κομμάτι της γλώσσας μας, η οποία διαμορφώνεται μες στον χρόνο απ’ τους ανθρώπους που την ομιλούν και τη σχέση τους με τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Είναι σημείο αναγνώρισης και σύνδεσης όσων έχουν κοινή καταγωγή οι ιδιαίτερες γλωσσικές τους συνήθειες. Γι’ αυτό και πάντα με κάποιο τρόπο θα γυρνάν στον τόπο τους και θα προσπαθούν να τον στηρίξουν. Έπειτα, πολύ συνηθισμένο το να αναζητούν ανθρώπους με αντίστοιχο υπόβαθρο και να οργανώνουν συλλόγους, ακόμα κι όταν μένουν σε πόλεις.
Οι άνθρωποι της επαρχίας είναι στην πλειοψηφία τους άνθρωποι αυθεντικοί, όμορφοι, που κουβαλάνε μαζί τους την παράδοση και τον τόπο τους. Είναι εκείνοι που όταν πας στο χωριό τους θα σε ρωτήσουν «Τίνος είσι ισύ;» θα σου μιλήσουν σαν να μιλούν σε κάποιον οικείο τους και θα σου ανοίξουν το σπίτι τους, κι ας τους είσαι παντελώς άγνωστος, κι έτσι απλά θα ανοίξει η καρδιά σου απ’ την καλοσύνη και τον αυθορμητισμό τους.
Αντί, λοιπόν, να στιγματίζουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας και την παράδοση, καλό είναι να τα στηρίζουμε και να τα προωθούμε όσο μπορούμε. Πολλοί μπορεί να τα αντιμετωπίζουν σαν ξεπερασμένα, όμως αν δε θυμάσαι από πού ξεκίνησες δε θα φτάσεις ποτέ εκεί που ονειρεύεσαι να πας. Εξάλλου, φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά, γίνονται αφορμές για να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα και κίνητρο για να ανακαλύψουμε κάθε γωνιά και πλευρά της χώρας μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη