Σας κούρασε κι εσάς αυτή η κατάσταση ή μόνο εγώ είμαι η τρελή της υπόθεσης; Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι μόνη μου σε αυτόν τον ασυνεπή κόσμο που φλερτάρει με τον νευρικό κλονισμό κάθε φορά που μας στήνουν σε ραντεβού. Δηλαδή, κάτσε, μόνο εγώ είμαι πάντα στην ώρα μου; Όχι, βέβαια. Είμαστε κι άλλοι εκεί έξω, κι ίσως κι εσύ που το διαβάζεις τώρα να ‘χεις βρεθεί πολλές φορές στην ίδια θέση και να κουνάς καταφατικά (και με κάποια σχετική αγανάκτηση) το κεφάλι σου.
Κάθε φορά που κανονίζεις με την παρέα, φτάνεις στην ώρα σου, μπορεί και λίγο πιο πριν, κι ενώ κοιτάζεις γύρω-γύρω στο σημείο συνάντησης, βρίσκεις το απόλυτο κενό. Το ραντεβού σου πάλι άφαντο κι εσύ πάντα περιμένεις τους υπόλοιπους. Τι απέγιναν οι άλλοι; Χαλάσανε τα ρολόγια τους; Τους απήγαγε εξωγήινος; Ή μήπως, τελικά, εμείς που δεν καθυστερούμε ούτε λεπτό είμαστε οι λάθος της υπόθεσης;
Πώς είναι δυνατόν να κανονίζουμε καφεδάκι στο στέκι στις 5 και μόνο εμείς να πηγαίνουμε, όντως, στις 5; Οι άλλοι άκουσαν 6 ή αποφάσισαν να μας κάνουν φάρσα; Και καθόμαστε εκεί μόνοι μας και παραγγέλνουμε τον καφέ της παρηγοριάς και περιμένουμε ρίχνοντας επίμονες ματιές στο ρολόι μας. Δεν μπορούμε να τους δικαιολογήσουμε, γιατί δεν είναι κι η πρώτη φορά, ούτε μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι χαθήκανε στο δρόμο, απ’ τη στιγμή που η συνάντηση κανονίστηκε στο καθιερωμένο μέρος. Και το να τους σας έτυχε κάτι στον δρόμο δεν πείθει πια, πολύ απλά γιατί αυτή την πρόφαση την κάψανε από μόνοι τους τις προηγούμενες φορές.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δεν απαντάνε στις κλήσεις μας επειδή ξέρουν ότι έχουν αργήσει τραγικά πολύ και πως έχουμε δίκιο να τα ‘χουμε πάρει, αλλά μάλλον δε συγκινούνται και πολύ. Κι όταν κάποτε αποφασίσουν να μας το σηκώσουν, έχουν και το θράσος να μας λένε ότι σε δύο λεπτά θα ‘ναι εκεί ενώ ταυτόχρονα στο βάθος του ακουστικού ακούς την εξώπορτά τους να κλείνει, πράγμα που αυτόματα πάει να πει πως για τα επόμενα τριάντα λεπτά της ζωής σου θα κάθεσαι μόνος κι έρημος σε ένα καφέ, κοιτώντας σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα απ’ έξω για να δεις πότε θα φανούν. Παιδιά, όταν λέμε 5 η ώρα να πάμε για καφέ εννοούμε στις 5 να ‘χουμε τουλάχιστον παραγγείλει τον καφέ, όχι να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε στις 5 για να είμαστε εκεί στις 6.
Μήπως μπερδεύονται τόσο πολύ, που όταν λέμε την τάδε ώρα στο τάδε μέρος καταλαβαίνουν άλλα; Ή μήπως εκείνη τη στιγμή που τους λέμε την κλασική ατάκα «Μην τυχόν κι αργήσεις πάλι και περιμένω σαν μαλάκας» σταματάμε να μιλάμε ελληνικά; Μπορεί εκείνο ακριβώς το λεπτό να το γυρίζουμε στα Ινδικά ή ίσως και στα Γιαπωνέζικα, που είναι και τέρμα δύσκολη γλώσσα, γι’ αυτό δε δείχνει να ιδρώνει τα αφτάκι τους απ’ όσα τους λέμε.
Είναι εκνευριστικό το ότι εμείς αγχωνόμαστε να τα προλάβουμε όλα και κανονίζουμε έτσι το πρόγραμμά μας ώστε να μην τους αφήσουμε να περιμένουν στιγμή, αλλά εκείνοι πέρα βρέχει. Όχι, παιδιά, όπως εμείς προσπαθούμε να ‘μαστε πάντα συνεπείς, έτσι κι εσείς πρέπει να προσπαθήσετε έστω να φτάσετε κάποια στιγμή έγκαιρα. Γιατί το πιο εξοργιστικό στην όλη υπόθεση είναι το γεγονός ότι δεν έγινε άπλα έτσι, δυο-τρεις φορές, να πεις πως έτυχε. Συμβαίνει κάθε φορά, είτε έχουμε πει να πάμε σινεμά, είτε για καφέ, είτε για ποτό.
Εδώ τα τυπάκια το ‘χουν πάει σε άλλο level, μας στήνουν ακόμα κι όταν μας λένε να βρεθούμε σπίτι τους. «Στις 9 έλα από ‘δω να δούμε καμιά ταινία» το πρώτο μήνυμα. «Να το κάνουμε 9μιση καλύτερα» το δεύτερο. Για να σκάσουμε εμείς 9μιση από ‘κει να χτυπάμε κουδούνια και τηλέφωνα και να μην ανοίγουν γιατί μόλις μπήκαν για μπάνιο -αν είναι δυνατόν.
Ίσως να πρέπει κι εμείς να ακολουθήσουμε την ίδια τακτική. Απ’ τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη μας στήνουν, να καθυστερούμε κι εμείς. Να τους λέμε στις πέντε για καφέ και να ξεκινάμε στις επτά παρά. Έτσι, για σπάσιμο και για τα νεύρα που μας δημιουργούν κάθε φορά. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να ‘μαστε και πάλι εμείς αυτοί που θα περιμένουμε.
Τι να σας κάνουμε που είστε αδιόρθωτοι. Σας αγαπάμε. Να μας αγαπάτε, όμως, περισσότερο που ενώ μας στήνετε δε σηκωνόμαστε να φύγουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη