Δικάζουμε και καταδικάζουμε τους άλλους με την πρώτη ευκαιρία τοποθετώντας τους αβίαστα σε κουτάκια και κατηγορίες σύμφωνα με άκαμπτες απόψεις και δίχως ίχνος ενσυναίσθησης. Συμβαίνει σε κάθε τομέα, ακόμη και με ανθρώπους που δε γνωρίζουμε καν μόνο και μόνο επειδή έτυχε να ακούσουμε φήμες από στόματα τρίτων. Έχουμε μετατρέψει την προσωπική μας ηθική σε ηθικοπλαστικό παραλήρημα μέσα από άγραφους νόμους οι οποίοι συνήθως παραβλέπουν αιτίες, διαφορετικότητες και συναισθήματα.
Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως κάθε κατάσταση διαφέρει ούτε φυσικά είμαστε σε θέση να κρίνουμε τον οποιονδήποτε αν δεν έχουμε έστω βρεθεί στη δική του φάση. Ακόμη και τότε όμως η διαφορετικότητα των πλαισίων που μας περιβάλλουν με βάση τα βιώματά μας, την ψυχολογία μας και τους χαρακτήρες μας, καθιστά πολύ δύσκολη την αληθινή κατανόηση στις πράξεις κάποιου ακόμη και σε καταστάσεις που έχουμε περάσει κι εμείς.
Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι, λοιπόν, να θέσουμε κανόνες και ξύλινους περιορισμούς στο ίδιο το συναίσθημα, κάτι εκ φύσεως ρευστό, πολύπλευρο, πολύχρωμο και κατακλυσμιαίο. Αν τα συναισθήματά μας ήταν μονάχα μαύρα άσπρα ή έστω γκρίζα τότε τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα, η ηθική πολύ πιο ξεκάθαρη όμως παράλληλα οι ζωές μας θα ήταν ακραία βαρετές κι άνοστες. Σκεφτείτε τον έρωτα ασπρόμαυρο. Με μια ντουζίνα όρια τριγύρω, χωρίς διακυμάνσεις κι εντάσεις, δίχως πάθος, περιορισμένο σε συγκεκριμένα περιθώρια, γεμάτο μη, πρέπει και δεν. Νομίζω πως μπορείτε ελεύθερα να παραδεχτείτε ότι δεν ταιριάζει στον έρωτα μια τόσο άχρωμη, άοσμη, άγευστη κι άνευρη περιγραφή και θα έχετε απόλυτο δίκιο.
Ο έρωτας όσο ανεξήγητος κι αν στέκεται απέναντί μας ανά τους αιώνες είναι η κατάσταση κατά την οποία συνυπάρχουν όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα κι ένστικτά μας γι’ αυτό είναι τόσο ακραίος, γι’ αυτό φαντάζει ανεξέλεγκτος, γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να κριθεί μέσα σε στεγανά απόλυτης ηθικής ώστε να καταδικαστεί σε περίπτωση ηθικού ατοπήματος. Πώς να κατακρίνεις έναν ερωτευμένο; Θα του έλεγες μήπως πως είχε τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα ερωτευτεί και ποιον; Θα του καταλογίσεις πως παρότι ερωτεύτηκε ενώ δεν έπρεπε άφησε τον έρωτα να υπάρξει και δεν τον σκότωσε; Όποιος έχει δοκιμάσει να σκοτώσει έναν έρωτα ξέρει ότι συνήθως εκείνος έτσι ενδυναμώνεται ακόμη πιο πολύ.
Δεν εκβιάζεται ο έρωτας, δεν περιορίζεται ούτε νικιέται. Θα αποφασίσει μόνος του με τον καιρό πότε κι αν θα ξεθυμάνει, θα μουδιάσει όποτε θέλει εκείνος αν δεν εκπληρωθεί, θα πάψει να σου στοιχειώνει το μυαλό μόνο αν κάτι δυνατότερο καταφέρει να σε κατακλύσει. Και συνήθως δε σε ρωτάει καν προτού ξεσπάσει. Δεν μπορούμε να καταδικάζουμε ανθρώπους για λανθασμένες ή ανήθικες επιλογές χωρίς καμία επιείκεια όταν μιλάμε για κάτι πολυπαραγοντικό και τόσο ακραίο όσο ο έρωτας. Εύκολα θα πούμε σε κάποιον όντες έξω από τον χορό πως θα μπορούσε να πνίξει τον έρωτά του για έναν δεσμευμένο άνθρωπο, πως θα μπορούσε να απομακρυνθεί από εκείνον που ερωτεύτηκε ενώ ήταν δεσμευμένος ο ίδιος, πως θα μπορούσε να μην είχε ερωτευτεί εκείνον που «δεν πρέπει». Λόγια, λόγια, λόγια.
Ποιον ρωτάει ο έρωτας για να συμβεί; Και πόσο καταραμένα πονάει όταν δεν εκφράζεται! Όταν όλα τα συναισθήματα και τα ένστικτά μας προσωποποιημένα μέσα από έναν άνθρωπο κατασπαράζουν στην κυριολεξία την ίδια σου την ύπαρξη με όποιον τρόπο μπορούν ας έρθει ο οποιοσδήποτε να σου πει ότι έπρεπε να τα συγκρατήσεις και πως είσαι ανήθικος που δεν κατάφερες να το κάνεις. Αν υπάρχει ανταπόκριση στον έρωτά σου από εκείνον, τον «λάθος» άνθρωπο, το παραμύθι τελειώνει εκεί. Υπάρχει κάτι μεγαλειώδες που σας ξεπερνάει και τα δεν πρέπει του κόσμου στέκονται ανήμπορα να μπουν ανάμεσά σας. Και γιατί να μπουν άλλωστε, λες κι ο έρωτας ο αμοιβαίος κι αληθινός είναι κάτι που μας συμβαίνει κάθε μέρα ώστε να τον απορρίψουμε κιόλας για τις ηθικές των άλλων.
Είναι δύσκολο κι επώδυνο, σίγουρα, όταν αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που έχουν ήδη σχέση ή έχει έστω ο ένας τους. Δεν είπε κανείς πως είναι κάτι ωραίο το να πληγώνεις, να λες ψέματα ώσπου να βρεις θάρρος για την αλήθεια, να απατάς, να κρύβεσαι, να νιώθεις πως κοροϊδεύεις έναν άνθρωπο που σε καμιά περίπτωση δεν αξίζει όντως κάτι τέτοιο. Ωστόσο δε σώζεται η σχέση με την άρνηση της κατάστασης. Σκοπός ήταν οι δεσμευμένοι να μην είχαν ερωτευτεί κάποιον τρίτο κι όχι να μην εκφράσουν αυτόν τον έρωτα. Από τη στιγμή που συνέβη στόχος μετά είναι η ειλικρίνεια ώστε μέσα στην όλη άσχημη φάση να καταφέρει ο καθένας από την πλευρά του να σταθεί ντόμπρα κι αξιοπρεπώς απέναντι στον άλλον. Πολλές φορές ακόμη κι αυτό είναι, βέβαια, δύσκολο να συμβεί ειδικά σε μακροχρόνιες σχέσεις όπου υπάρχει έντονο δέσιμο αγάπης.
Σίγουρα ακούγεται κι είναι αντιφατικό όμως καμιά φορά όσο πιο πολύ αγαπάς κάποιον τόσο πιο δύσκολο σου είναι να σταθείς απέναντί του λέγοντάς του πράγματα που θα τον πληγώσουν. Κάπως έτσι καταλήγεις να του λες ψέματα κι υποτιμάς κι εσένα κι εκείνον και τις αξιοπρέπειές σας τόσο που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό δεν είναι αγάπη καν κι ότι εσύ είσαι απλώς ένας ακόμη μαλάκας. Κάπως έτσι, όμως, γίνεται κατανοητό πως, όχι, τα συναισθήματα δεν είναι ασπρόμαυρα πόσο μάλλον στον έρωτα. Γι’ αυτό πριν κρίνουμε κάποιον επειδή ερωτεύτηκε τον «λάθος» άνθρωπο και για το πώς αντιμετώπισε τον έρωτά του καλό είναι να σκεφτόμαστε λίγο περισσότερο την απρόβλεπτη φύση τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου