Ταυτότητά μου η λέξη «μάνα». Δική σου, δική της, δική του. Σκέψεις που πλημμυρίζουν το μυαλό, βουτηγμένες σε συναισθήματα που έμεναν άγνωστα ως τώρα.

Σε κρατάω, σ’ αγκαλιάζω, σε μυρίζω. Μετράω αναπνοές κι ανοίγω πόρτες και παράθυρα σ’ έναν κόσμο αλλιώτικο που ξημερώνει σήμερα πρώτη φορά εξαιτίας σου. Δε μου ανήκεις, εγώ βρίσκομαι από δω και στο εξής στο έλεός σου. Σου στέλνω λόγια ψιθυριστά, που ξέρω πως ακόμη δεν καταλαβαίνεις, μα είναι ο ήχος της φωνής μου γραμματόσημο για να φτάσουν στο βάθος της μνήμης σου.

Αγγελούδι και ψυχή από χνούδι, κρατημένο πολύτιμο σε δυο χούφτες. Ποιο φρουρό να ψάξω για να σε φυλάει; Ποιο τείχος να ορθώσω για να σε προστατεύει; Ποια μοίρα να δωροδοκήσω για να σε προικίσει μ’ όλα τα καλά του κόσμου;

Μια μάνα σε μιαν άκρη της γης, αφημένη, για να σου χαρίζει και να σε φροντίζει. Δε φτάνουν οι λέξεις, ποτέ δε θα είναι αρκετές για να σου ζωγραφίσουν όσα θέλω να σου πω. Πήραν μορφή τα μάτια μου στο κοίταγμά σου, πήραν ζωή τα χέρια μου στο πρώτο μας άγγιγμα. Ακόμη κι η τελευταία παγωμένη γωνιά της καρδιάς μου έλιωσε στη ζεστασιά της ανάσας σου πάνω στο στήθος μου.

«Ακουμπισμένο» στη μήτρα μου ή σε κάποια άλλη μήτρα, προσφορά και θείο δώρο, να μου ξυπνήσεις όσα μεγάλωναν μέσα μου και σε περίμεναν για να τα κάνεις δικά σου. Γκρέμισες τη μοναξιά μου και τώρα έχω κομμάτι δικό μου έξω απ’ το σώμα μου, μα περασμένο σε κάθε κύτταρό μου.

Μέσα στο όνομά μου κρύβονται δύο «Α». Σημάδι κι ερμηνεία για τις λέξεις «αγάπη» κι «αγωνία». Αγωνιώ για κάθε σου βήμα, κι ας είσαι μόνο βρέφος ακόμη. Αγωνιώ για κάθε σου αντίδραση, κι ας είσαι παιδί. Αγωνιώ για κάθε σου επιλογή, κι ας είσαι μέσα στη νιότη. Αγωνιώ για κάθε σου απόφαση κι ας είσαι ώριμο να διαλέξεις το δρόμο σου. Αγωνιώ για τα συναισθήματά σου, για τις πράξεις σου, για τον ύπνο σου, για τον ξύπνιο σου.  

Στην πρώτη μας αγκαλιά είμαστε ακόμη, κι όμως εγώ σκέφτομαι τόσα όσα ο νους σου δε βάζει. Μετράω δαχτυλάκια, ακουμπώ τα χείλη μου στο χνουδωτό σου κεφαλάκι, θέλω να φιλήσω τα μάτια σου, το σώμα σου, να σε προσκυνήσω για όσα μου έφερες στη ζωή μου. Βλέπω δυο βλέφαρα κλειστά, γαληνεμένα, να κοιμούνται κι ας έκλαιγαν πριν λίγο γοερά, αναζητώντας την τροφή ή ό,τι  δεν μπορεί ακόμη να εκφραστεί απ’ τα χείλη σου με λόγια.

Σε παρατηρώ, που είσαι βυθισμένο στον αθώο σου ύπνο, εκείνο που παρακαλάω να σου δίνει μόνο όνειρα γλυκά κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είσαι τόσο μικροκαμωμένο, αλλά να κρύβεις τόση «δύναμη» που να μπορείς μ΄ένα σου άγγιγμα να με «ισοπεδώσεις».

Σε κοιτάζω και σκέφτομαι, τι ιστορία θα γράψεις και πόσα θα βιώσεις υπό τη σκιά μου ή ερήμην μου. Κι όμως εσύ δεν το ξέρεις, αλλά θα στο φανερώσω τώρα. Όσο αναπνέω «ερήμην» μου δεν υφίσταται. Γιατί εγώ θα είμαι «εκεί», στο δικό σου «εκεί», ακόμη κι αν δε με βλέπεις, ακόμη κι αν δε με ακούς. Μη με ρωτήσεις πώς το μπορώ. Μην ψάξεις στη λογική να βρεις εξήγηση.

Η αγάπη θα με οδηγεί να σε βρίσκω, όπου κι αν είσαι. Αυτή θα γίνεται το φως που θα μου δείχνει το δρόμο σου. Θα γίνομαι σκιά σου, ευχή σου κι ασπίδα σου. Θα είμαι, όσο μακριά χρειάζεται για να μην πνίγεσαι κι όσο κοντά μ’ αναζητάς για να μη νιώθεις μοναξιά. Θα γίνομαι «μάλωμα» κι έπαινος, σκληρή σαν την πέτρα κι απαλή σαν το πούπουλο, δυνατή σαν τη γροθιά κι «αδύναμη» σαν την πλαστελίνη. Εσύ και μόνο εσύ, έχεις τη δύναμη να με «πλάσεις» όσο υπάρχω στον κόσμο τούτο.

Ακόμη κι όταν νομίζεις πως σου θυμώνω, η γυρισμένη πλάτη μου δε θα κρύβει γινάτι. Να κοιτάς καλύτερα, γιατί πίσω απ’ το θυμό μου, μια αγκαλιά θα είναι πάντα ανοιχτή να σε κλείσει μέσα της και να γίνει πάπλωμα για όσα σε βασανίζουν και σου παγώνουν την ψυχή. Να θυμάσαι πως ακόμη κι αν δεν έχω τη δύναμη να σε προστατέψω απ’ το κάθε «κακό», θα έχω πάντα το γιατρικό για να σου «γλείψω τις πληγές».

Δε θέλω να παλέψω εγώ για σένα, μα θέλω να είμαι άξια να σε προετοιμάσω για να δίνεις τις μάχες και να νικάς. Να μπορείς να σκοτώνεις τους δράκους σου και να χαμογελάς. Το δικό σου χαμόγελο είναι ο ήλιος μου και το δικό σου δάκρυ θα με «θάβει» σε βαθύ σκοτάδι. Μη νοιαστείς ποτέ να μου πεις «ευχαριστώ». Η ανταμοιβή μου είναι να κάνεις τις ευχές μου, τα όνειρά σου και τις ελπίδες μας, δικά σου εφόδια για να βαδίζεις προς την ευτυχία σου.

Ξέρω πως θα κουραστώ, θ’ απελπιστώ, θα λυγίσω, θα φοβηθώ και θα μπερδευτώ. Γιατί όσα κι αν άκουσα, όσα κι αν διάβασα, όσα κι αν είδα, δεν μπορούν να είναι αρκετά για να μου δώσουν την κατάλληλη «συνταγή» για το «μεγάλωμά» σου.

Τι κι αν πολλά διδάσκονται, τι κι αν πολλά μαθαίνονται, μονάχα εσύ θα μου δείχνεις πώς να «περνάω τις τάξεις». Εσύ θα είσαι το σχολείο μου, εσύ ο δάσκαλός μου, ο συμμαθητής μου κι ο άνθρωπος που θα μου παραδώσει  στο τέλος μου εκείνο το πτυχίο που δε θέλω να ‘χει γραμμένο τίποτε άλλο, παρά μόνο μια φράση: «Μάνα, σ’ αγαπώ».

 

Επιμέλεια κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη