Θα τα βρεις στις αποστειρωμένες αίθουσες των αεροδρομίων.
Τα κρυφοκοιτάς σε βρώμικους σταθμούς τρένων, ανάμεσα σε βαγόνια και πίνακες ανακοινώσεων.
Φυτρώνουν στις σκάλες των σπιτιών, στις πόρτες των αυτοκινήτων, στις αποβάθρες των πλοίων.
Στο δρομολόγιο των εννιά από Αθήνα για Θεσσαλονίκη.
Βουβά, σύντομα, κρατάνε μια στιγμή. Κόβουν ανάσες και φέρνουν δάκρυα.
Είναι αμήχανα και σπασμωδικά, κρύβουν όλη τη μελαγχολία του «αντίο».
Έχουν μια γοητευτική ασχήμια και είναι πάντα εκεί για να σου θυμίσουν πως κάτι τελείωσε.
Είναι τα φιλιά του αποχαιρετισμού.
Είναι τα ίδια φιλιά, που πάντα προσποιείσαι πως δε θέλεις να δώσεις, μα τελικά τα ζητάς σαν οξυγόνο.
Μετά πιάνεις μια βαλίτσα, ανοίγεις το βήμα και φεύγεις.
Αν είσαι από την άλλη μεριά, μένεις και κοιτάς, ψάχνεις χωρίς ουσιαστικό λόγο αυτό το κάτι, σκανάροντας το πλήθος.
Κρύβουν ιστορίες αυτά τα φιλιά, σελίδες ολόκληρες από λόγια που ποτέ δεν θα ειπωθούν, γιατί τα νίκησε ο φόβος.
«Να προσέχεις», φωνάζει το φιλί της μάνας στο κρύο σου μέτωπο, «να ντύνεσαι καλά και να τηλεφωνείς».
Σου στρώνει λίγο το σακάκι, που γι ‘άλλη μια φορά άφησες τσαλακωμένο και σ’ αφήνει με μια ευχή μέσα απ’ τα δόντια.
Να μην την ακούσεις και τρομάξεις απ’ την πολλή αγάπη.
«Θα μου λείψεις», ψιθυρίζει ένοχα το φιλί εκείνο που δε θέλεις ποτέ να τελειώσει.
Έχει πνιγεί σε μισοτελειωμένες ιστορίες, έχει λουφάξει μέσα σε αγκαλιές ενός λεπτού, λίγο πριν σβήσουνε τα φώτα.
«Σε θέλω εδώ», «Να με πάρεις όταν φτάσεις».
«Θέλω ακόμα μια βόλτα».
Ευχές και λόγια μυστήρια που τριγυρνάνε σα φαντάσματα σε γκρίζους αδιάφορους διαδρόμους.
Διαδρόμους που στοιβάζουν ζωές κάθε μέρα, για να τις χωρίσουν και να τις ενώσουν ίσως ξανά.
Δε μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί.
Μου προκαλούν σύγχυση και άγχος. Αυτό το «πες κάτι έξυπνο και τρυφερό», πριν γυρίσετε πλάτη με πλάτη σε διαφορετική κατεύθυνση.
Δε μου αρέσουν τα μηνύματα που ρωτάνε πώς περνάς ή αν έφτασες καλά.
Γιατί αν τολμήσουμε να ξεράσουμε επιτέλους λίγη αλήθεια, κανέναν ποτέ δεν ένοιαξε αν το «εκεί» είναι «καλά».
Φτάνει που είναι εκεί και δεν είναι εδώ, για να το σιχαίνεσαι.
Μα τα φιλιά είναι άλλη ιστορία.
Λίγο μελό, λίγο ρετρό, σα στίχος από παλιές ελληνικές μπαλάντες με τη φωνή της Αλίκης.
Τα μισείς και τα γουστάρεις εξίσου.
Σου σπάνε τα νεύρα και ενίοτε τα θεωρείς γλοιώδη και υπερβολικά.
Μα όταν λείψουν, τα ζητάς.
Σκέτα ή με πάγο, με αγκαλιές σφιχτές που ξανακολλάνε τα ραγισμένα μέσα.
Γιατί όσο κι αν φτιάχνουμε με τάξη κι ενθουσιασμό βαλίτσες, πάντα θα θέλουμε κάπου να γυρίσουμε.
Ένας αέρας δυνατός θέλουμε να ‘μαστε, που φυσάει και πάει όπου γουστάρει, που είναι παντού και μένει για όσο του καπνίσει.
Μα το «παντού» γίνεται «πουθενά» τόσο εύκολα, κι ο άνθρωπος δεν έχει φτιαχτεί για να χάνεται.
Γεννήθηκε για να βρίσκει και να βρίσκεται, ν’ανακαλύπτει αιωνιότητες μέσα σε μια μέρα.
Έχει φτιαχτεί για να μιλάει, να γελάει, να γκρινιάζει για όσα δεν έχει, μα δε θέλει να αποκτήσει.
Ν’ αγαπάει και να δίνει φιλιά σε λιμάνια κι αεροδρόμια.
Να τα χαρίζει ως δώρα αποχαιρετισμού, συντροφιά για το ταξίδι μαζί με τον τελευταίο καφέ και το τσιγάρο που κάνεις βιαστικά.
Κι αν δεν τα γουστάρεις τα τελεσίγραφα, να λες μόνο «γεια», με τα φιλιά σου.
Που ξέρεις, μπορεί να μην είναι για πάντα το «αντίο».