Το μόνο που δεν επιλέγεις είναι το πότε θα γεννηθείς. Όλη η υπόλοιπη ζωή σου, όσα χρόνια κι αν διαρκέσει, είναι μια ακολουθία από επιλογές. Επιλογές που θα καθορίσουν πώς θα τη ζήσεις, με ποιους και για πόσο.
Κακά τα ψέματα. Μέσες-άκρες όλοι ξέρουμε τι θέλουμε. Όχι εκείνα που ονειρευόμαστε, αλλά όσα έχουμε τη δύναμη να πραγματοποιήσουμε. Άλλοι έχουν παρομοιάσει τη ζωή με στίβο, άλλοι με πεδίο μάχης, άλλοι με βούρκο. Δεν έχει και σημασία στην τελική. Ακόμα και το πώς τη βλέπεις, είναι κι αυτό μια επιλογή.
Αν θες να πιστεύεις ότι κολυμπάς στα σκατά, με γεια σου με χαρά σου. Όσα λοιπόν θέλουμε να αποκτήσουμε, ξεκινούν με μια επιλογή, με ένα «Μαλακία ετοιμάζομαι να κάνω», ή με ένα «Δε γαμιέται; Ας το κάνω». Κι αυτό που τελικά μας καθορίζει είναι αυτό που κάνουμε από εκείνη τη στιγμή και μετά.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήμουν μαθητής για να καταλάβω πια ότι το μάθημα που μου έδωσε η μελέτη της ιστορίας δεν ήταν να γνωρίζω ότι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπεγράφη μεταξύ Ρώσων κι Οθωμανών το 1774, αλλά το ότι για να γραφτεί κάποιος στις σελίδες της, θα πρέπει να έχει υποστηρίξει την επιλογή του μέχρι τέλους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χύσει το αίμα του -ή το αίμα άλλων, έχεις δίκιο αν το σκέφτηκες, αλλά δεν είναι αυτό το point.
Κατά τρόπο σατανικό, όλα όσα θέλουμε πολύ, είναι κι αυτά που δυσκολευόμαστε περισσότερο να αποκτήσουμε. Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που τελικά τα παρατάμε και πιο γρήγορα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μπορεί και να μην τα προσπαθήσουμε καν.
Τώρα σοβαρά, πες μου ότι δε συμφώνησες στο παραπάνω. Γιατί αν συμφώνησες, είσαι τουλάχιστον αξιοθρήνητος. Ζούμε σε ένα κόσμο που μπορεί να μην είναι τέλειος, αλλά το φαγητό, το νερό κι όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για να επιβιώσει είναι –σχεδόν– δεδομένα, τουλάχιστον σε αυτό τον τόπο και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Κι η δικαιολογία «τα παράτησα γιατί ήταν δύσκολο» είναι απλά δακρύβρεχτη.
Όχι λεβέντη, δε μιλάμε για λεφτά. Αυτό ξέρουμε όλοι ότι κι ευτυχία δεν εξασφαλίζει και με την παραμικρή αστάθεια δεν είναι τίποτε άλλο από κομματάκια χαρτί. Ούτε για δόξες μιλάμε. Μιλάμε για πολύ πιο απλά πράγματα, που θα γεμίσουν το βιβλίο της δικής μας ιστορίας, που μπορεί να μην το διαβάζουν οι μαθητές, θα το διαβάζουν όμως τα παιδιά και τα εγγόνια μας που θα είναι κι αυτά μέρος του. Μιλάμε για ανθρώπους, για έρωτα και αγάπη, συντροφικότητα, φιλία. Πράγματα απλά, πράγματα στα οποία έχουμε όλοι δικαίωμα, που δε χρειάζεται «αντίτιμο» όταν τα ζητάς από πραγματικούς ανθρώπους.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι απλά και προσιτά, αλλά δεν έρχονται άκοπα. Μπορεί να είναι «δωρεάν» αλλά δεν είναι τσάμπα. Απαιτούν κόπο, ειλικρίνεια, στιβαρότητα, εμπιστοσύνη. Αξίες που όσα λεφτά και να έχεις δεν αγοράζονται, προτερήματα που όσο όμορφος κι αν είσαι δε σου χαρίζονται. Και για να κερδηθούν θέλουν πείσμα, επιμονή.
Ο άνθρωπος που θα κληθείς να διεκδικήσεις δε θα σε παιδέψει επειδή είναι βιτσιόζος ή σαδιστής -καλά μπορεί να είναι, και σε αυτή την περίπτωση να πρόσεχες τα γούστα σου. Πάσχει απ’ τις δικές του φοβίες, προφυλάσσει τον εαυτό του από πληγές και την ψυχή του από μια πιθανή προδοσία σου. Αυτό που μπορεί στα μάτια σου να φαίνεται καψώνι, γι’ αυτόν να είναι φόβος. Μπορεί αυτό που εσύ βλέπεις σαν απόρριψη, γι’ αυτόν να είναι ένα test για το πόσο αποφασισμένος είσαι να διεκδικήσεις και κυρίως αν είσαι έτοιμος να το ζήσεις, ή το προκαλείς για να διασκεδάσεις.
Όταν παραιτείσαι, ένα είναι το σίγουρο. Ποτέ δε θα μάθεις πόσο κοντά ήσουν. Μπορεί να ήσουν μίλια μακριά, μπορεί όμως και να ήσουν μια ανάσα. Ακόμα κι αν τελικά το χάσεις, θα ξέρεις ότι προσπάθησες. Κι ακόμα κι όταν χάνεις κάτι που πραγματικά ήθελες, ο πραγματικός χαμένος είναι αυτός που σε έχασε κι όχι εσύ.
Ο κανόνας είναι απλός. Θες κάτι; Κυνήγα το. Κυνήγα το μέχρι εκεί που δεν αντέχεις άλλο, σαν κάτι δρομείς που εγκαταλείπονται απ’ το ίδιο τους το σώμα, ξερνοβολάνε σαν γατιά απ’ την κόπωση, αλλά συνεχίζουν κουτσαίνοντας μέχρι τη γραμμή του τερματισμού.
Άσε τα πεταμένα ψιχουλάκια που κάθονται ακίνητα περιμένοντας την τύχη τους, αυτά είναι για τα σπουργίτια. Ο έρωτας είναι προνόμιο των αρπακτικών. Γι’ αυτό όταν ξεκινάς κάτι, να το πηγαίνεις ως το τέλος. Αλλιώς μην το ξεκινάς καθόλου.
Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Πωλίνα Πανέρη