Όσοι λένε πως ο έρωτας είναι μεθύσι άγριο και μαστούρα, αλήθεια λένε.
Ξεχνάνε όμως να μας πουν τι συμβαίνει όταν ξεμεθύσεις, όταν αρχίσουν να περνούν οι παρενέργειες της ζάλης. Γιατί κάποια στιγμή κι η πιο βαριά μαστούρα ξεθωριάζει και τότε δεν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα ακόμη ολέθριο hangover αλλά όλη σου την ύπαρξη και τις θεωρίες σου απ’ την αρχή.
Σαν να ξυπνάς από κώμα, ανοίγεις τα μάτια και με χαμένη κάθε αίσθηση χωροχρόνου πασχίζεις να κολυμπήσεις μέσα σε τρικυμισμένες σκέψεις και συναισθήματα που δείχνουν ικανά να σε πνίξουν.
Κενό και μαύρο εμφανίζει μονάχα η οθόνη του μυαλού σου.
Σύγχυση, ταραχή, θυμός. Όλα αυτά άξαφνα κι ανεξήγητα κι όμως όλα δικαιολογημένα. Σαν κάποιος να πάτησε το διακόπτη, σαν να άνοιξε ξαφνικά τα φώτα, μάλλον προβολείς, τόσο δυνατοί που αν δεν προσέξεις μπορεί να σε τυφλώσουν.
Μιλάμε λοιπόν για εκείνη τη στιγμή που βλέπεις καθαρά μπροστά σου όλα αυτά που με μανία έτρεχες κάθε στιγμή να κρύψεις, τόσο βιαστικά και μηχανικά που δεν προλάβαινες καν να συνειδητοποιήσεις. Ψέματα, λάθη, απάτες, δηθενιά· συμπεριφορές σκάρτες που ήταν πάντα εκεί κι όμως επέμενες να εθελοτυφλείς.
Ώσπου μια στιγμή μαγική τα δεδομένα αλλάζουν. Και σχεδόν πάντα συμβαίνει τόσο απότομα και μοιάζει επίπονα αποτελεσματικό σαν αποτριχωτική ταινία· αν προσέξεις, προφταίνεις να ακούσεις ως και το «αουτς».
Η πιο συνήθης ονομασία του είναι ξενέρωμα, είναι αυτό το χιλιογραμμένο «με ξενέρωσες και ξερνάω πεταλούδες».
Το πρόβλημα είναι πως σε ξενέρωσε και στο παρελθόν πολλές φορές, απλώς αντί να τις ξερνάς τις πεταλουδίτσες, τότε τις κυνηγούσες στα λιβάδια πετώντας στα χαζά σου ροζ συννεφάκια. Κι όπως είναι αναμενόμενο, όποιος πετάει στα σύννεφα προσγειώνεται απότομα και τρώει τα μούτρα του.
Εκατοντάδες καθημερινά σημάδια ήταν εκεί. Σου χτυπούσαν επίμονα τα καμπανάκια κι εσύ με πείσμα και περίσσια βλακεία εξακολουθούσες να τα βάζεις στη σίγαση.
Εντάξει, ίσως τα πράγματα αρχικά να ήταν αλλιώς, ίσως ο άνθρωπος-πηγή της απογοήτευσης σου να άλλαξε σε κάποιο βαθμό ή (πιθανότερο αυτό) να κρυβόταν καλά ώσπου να σε πείσει,. Δεν παύει όμως να είναι ο ίδιος άνθρωπος που όσο κι αν κρυβόταν, τόσο ήσουν κι εσύ πρόθυμος να φορέσεις τα πιο μαύρα σου γυαλιά, προκειμένου να μη δεις όσα δεν ήθελες.
Όλα αυτά τα ενοχλητικά, εκνευριστικά κουσούρια του, το βλακώδες χιούμορ του, οι ακραίες απόψεις του, η αρνητικότητα του, η αλόγιστη γκρίνια του, η αδικαιολόγητη ζήλεια του, όλα όσα τώρα μισείς υπήρχαν πάντα κι όμως τα αντιμετώπιζες ως αόρατα. Ή ακόμα κι όταν έβρισκες το θάρρος να τα δεις, έπειθες τον εαυτό σου πως ήταν χαριτωμένα.
Βάφτισες όλα τα μεγάλα, ενοχλητικά ελαττώματα εκκεντρικότητες κι ατέλειες. Και το χειρότερο σε όλο αυτό το μεθύσι του έρωτα ξέρεις ποιο είναι; Πως όταν «ξεσουρώσεις», κανείς δε θα μπορεί να εξηγήσει την οργή σου. Ήταν εκεί απ’ την αρχή κι ήσουν κι εσύ.
Τότε έχεις λοιπόν μονάχα δύο επιλογές. Την πρώτη που μισώ, αυτή του συμβιβασμού, της ανοχής και της συνήθειας και την άλλη που λατρεύω, της φυγής.
Αυτή η φυγή όμως προς την ελευθερία, το άνοιγμα του δρόμου για το επόμενο μεθύσι, κρύβει το ρίσκο και την αβεβαιότητα για το επόμενο ξύπνημα απ’ τον ερωτικό λήθαργο.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνεχίσεις να ρουφάς βαθιά τις τζούρες του έρωτα, μηδενίζοντας όμως πάσης φύσεως προσδοκίες. Αυτό θα σώσει κάπως τα μούτρα σου στην επόμενη πιθανή πτώση.