Υπάρχει μία κοινώς εσφαλμένη αντίληψη. Όταν κάποιος έχει περάσει τα 40, ίσως και τα 50, και δεν έχει κάνει ποτέ ως τώρα σοβαρή σχέση (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το «σοβαρή»), αυτόματα συμπεραίνεται ότι κάτι πάει λάθος με αυτό τον άνθρωπο, ότι είναι μάλλον ψυχολογικά ασταθής ή ότι κάποιο κρυφό ή κι επικίνδυνο κουσούρι θα ‘χει. Σαν να μας είναι δύσκολο να δεχτούμε πως ένας άνθρωπος μπορεί να μην έχει νιώσει ποτέ την ανάγκη να σχετιστεί, τουλάχιστον όχι στον βαθμό ή με τον τρόπο που άλλοι την έχουν νιώσει. Ή πως ίσως ο φόβος της απόρριψης είναι τόσο τερατώδης στο μυαλό τους που τρέμουν στη σκέψη να εναποθέσουν την καρδιά τους στα χέρια κάποιου άλλου.
Ο προγραμματισμός μας, απ’ την κοινωνία, την οικογένεια, τη θρησκεία, την τηλεόραση, είναι τόσο βαθιά ριζωμένος που μεγαλώνουμε πιστεύοντας ότι είμαστε λειψοί, που πρέπει να βρουν «το άλλο τους μισό» για να ολοκληρωθούν. Σαν μανιασμένα μισά, λοιπόν, ψάχνουμε έτερα ημίσεα, για να προλάβουμε την προθεσμία των 30. Λες κι αν μας βρουν τα 30, τα 40 ή τα 50 μόνους ή χωρίς έναν αριθμό αποτυχημένων γάμων ή σχέσεων στην πλάτη, δε νοείται πετυχημένη ζωή.
«Είναι 40 και δεν έχει κάνει ποτέ σοβαρή σχέση; Next!». Καμπανάκια κινδύνου παντού από δήθεν ανοιχτόμυαλους τύπους που, επειδή διάβασαν Φρόιντ στο ίνσταγκραμ, πιστεύουν ότι ξαφνικά έχουν την ικανότητα να ξεφυλλίζουν τον ψυχισμό ανθρώπων με τους οποίους αντάλλαξαν ένα «χαίρω πολύ».
Αυτό δε σημαίνει ότι ισοπεδώνουμε την πεποίθηση πως υπάρχει μια μαγεία, μια άλλη διάσταση στο να μοιράζεσαι. Αν έχετε δει την ταινία “Into the wild”, ο πρωταγωνιστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ευτυχία είναι πραγματική μόνο όταν μοιράζεσαι. Ήταν το δικό του συμπέρασμα, ένα αποτέλεσμα δικής του επεξεργασίας, το οποίο κρύβει μια τεράστια αλήθεια. Το ζήτημα είναι, όμως, ότι το να μοιράζεσαι μπορεί να αφορά τόσα άλλα πράματα, τα οποία δεν εμπίπτουν κατ’ ανάγκη στην κατηγορία του έρωτα, της σχέσης ή του γάμου. Το κυριότερο ίσως ζήτημα είναι πως το να μοιράζεσαι θα πρέπει να αποτελεί επιλογή. Συνειδητή, μεστή και βαθιά επιθυμία να ‘σαι σε σχέση με έναν άνθρωπο γιατί το θέλεις κι όχι γιατί πρέπει ή γιατί μπορείς.
Συνεπακόλουθα, δεν είναι πιθανόν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αυτή τη βαθιά επιθυμία; Για τον οποιοδήποτε λόγο. Ακόμα, ίσως και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλώς γιατί δεν υπάρχει η επιθυμία να σχετιστούν, γιατί πολύ απλά είναι πιο ευτυχισμένοι και πλήρεις μόνοι τους. Η απουσία σχέσης δε σημαίνει κι απουσία σεξ ή ανθρώπινης επαφής, ας μην τα συγχέουμε. Ναι, ίσως δεν είναι το σύνηθες, δεν είναι ο κανόνας, αλλά οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, έτσι δε λένε; Γιατί λοιπόν, να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία μια ομάδα ανθρώπων που απλά επιλέγουν να ζουν τη ζωή τους με τρόπο που δε συνηθίζεται;
Ίσως ακόμη η επιλογή αυτή να μην έχει να κάνει με βαθιά επιθυμία, ίσως να ‘ναι αποτέλεσμα φόβου κι ανησυχίας για τον πόνο που μπορεί να επακολουθήσει αν μια σχέση λήξει άδοξα. Ποιος μπορεί να κρίνει αν αυτός δεν είναι λόγος αρκετά σοβαρός ώστε κάποιος να επιλέξει να απέχει απ’ τις σχέσεις; Πηγαίνοντας πίσω στο σύνηθες και τις εξαιρέσεις που λέγαμε πιο πάνω, μπορεί να ισχυριστείς πως ο πόνος από ραγισμένη καρδιά είναι ρίσκο που αξίζει να πάρεις, γιατί τα ωραία συναισθήματα κι η εμπειρία που θα σου προσφέρει αξίζουν πολύ περισσότερο απ’ τον πόνο, όταν τα εναποθέσεις σε μια εικονική ζυγαριά. Κι η βαρύτητα που έχει το καθετί σε αυτή τη ζυγαριά, με ποιο κριτήριο καθορίζεται;
Μήπως μας καθοδήγησαν στο να πιστεύουμε πως η συντροφικότητα σε μια σχέση θα ’πρεπε να είναι η προτεραιότητά μας στη ζωή; Πως το να παντρευτούμε και να γίνουμε γονείς θα ‘πρεπε να ‘ναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής μας; Κι αν για κάποιον άνθρωπο το μεγαλύτερο επίτευγμα στη ζωή του είναι να αφιερώσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην έρευνά του, η οποία εν τω μεταξύ ίσως αλλάξει τον ρου της ιστορίας; Αλλάζει λίγο εκεί το πράγμα; Καμιά διαφορά δεν έχει, πέραν των διαφορετικών προτεραιοτήτων που κάποιος θέτει στη ζωή του. Επιλογές είναι όλες κι οφείλουμε να τις σεβόμαστε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη