Είναι να τους λυπάσαι τους όρκους έτσι και πέσουν στη μανία των ερωτευμένων. Όρκοι αγάπης ή χωρισμού. Τους πρώτους πάντα τους σεβάστηκα, μάλλον γιατί δεν προλάβαιναν ποτέ να γεράσουν. Στους δεύτερους χάρισα απλόχερα την επιορκία μου και πληρώνω ακόμα τόκους απ’ το χαράτσι τους.
Η κάθε μέρα με βρίσκει παιδί μικρό, να προσπαθώ να με δασκαλέψω. Ν’ αφήσω στην άκρη τα σπίρτα που τόσες φορές μ’ έκαψαν. Να μην επιμένω να παίζω με το σπασμένο μου παιχνίδι που μου ‘γδαρε τόσες φορές το χέρι χωρίς να εκτιμήσει ούτε για μια απ’ αυτές πως δεν το πέταξα για χάρη ενός καινούριου. Δεν είναι, βλέπεις, καλής πάστας όλα τα παιχνίδια. Άντε πες το όμως αυτό σ’ ένα παιδί που τα κράτησε μερόνυχτα στα χέρια του και τα λάτρεψε.
Αν με ρωτάς, δεν έπρεπε ποτέ να τον πατήσω αυτόν τον όρκο. Με γύριζε πάντα μια αόμματη ελπίδα, ότι θα καταφέρναμε να λύσουμε τον κόμπο κι όχι να τον κόψουμε. Δεν είχαμε να κάνουμε όμως μ’ έναν απλό ναυτικό κόμπο, αλλά μ’ ολόκληρο γόρδιο δεσμό. Σ’ εκείνον έπρεπε να στρέψω το μαχαίρι κι όχι σε μένα που κομμάτιαζε καθημερινά.
Την τιμωρία του επίορκου τη φωνάζει πλέον το πετσί μου. Άργησα να το ξεστομίσω και να το εννοώ το τέλος. Κι όσο αργούσα, τόσο πιο πολύ δενόμουν σ’ αυτόν το γόρδιο δεσμό και βάφτιζα δέσιμο το πνίξιμο. Όσο περισσότερο μ’ έσφιγγε, τόσο πιο κοντά σου ένιωθα. Μέγας παραχαράκτης ο άνθρωπος έτσι και κάνει κι αγαπήσει τόσο.
Κι αν ζητάς όλη την αλήθεια, το έγκλημα δεν ήταν απ’ αυτά τα προμελετημένα, αλλά από τ’ άλλα που πριν προλάβεις να τα συνειδητοποιήσεις, τρέχεις να μαζέψεις τα αίματα. Δε θα το τελείωνα, αν δεν ούρλιαζε από μόνο του πως έχει τελειώσει.
Θα επέμενα όπως κάθε φορά στην αγάπη μου, μ’ έναν πρωτόγνωρο για τη ζωή μου μαζοχισμό. Θα συγχωρούσα για να ζητήσω συγχώρεση, θα ξεχνούσα για να σου θυμίσω, θα σε γιάτρευα για να κλείσουν οι πληγές μου. Θα έκανα κι άλλα τόσα, για να πάνε κι αυτά χαμένα. Δε θα ‘ταν μεγάλο το κρίμα;
Μέσα από ένα παζλ που θρηνούσε τα βασικά κομμάτια της εμπιστοσύνης, της ειλικρίνειας και της δοτικότητας, πάσχιζα μάταια να δω μια ολοκληρωμένη εικόνα της ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που δεν προορίστηκε για μας. Πριν πάρω λοιπόν αυτόν τον όρκο μάτωσα, δίνοντάς σου ευκαιρίες που λαίμαργα κατάπινες και μ’ έκανες να μετανιώσω μία προς μία.
Γι’ αυτό, σου λέω, άργησα. Άργησα να το τελειώσω το τελειωμένο, δεν το πρόλαβα όσο ήταν καιρός κι άπλωσε τις ρίζες του. Κάθε φορά που ορκιζόμουν να τελειώσει, πονούσε όλο και περισσότερο απ’ την προηγούμενη κι εγώ αυθαδίαζα στον πόνο «να δω πού θα φτάσεις άτιμε, δεν έχει πιο πολύ!». Τελικά, είχε.
Αυτή όμως η φορά είναι η τελευταία. Τον έγραψα κι εδώ τον όρκο μου να μην ξεγράφει και να κρατήσει όσο κι αυτό το γραπτό. Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο μου, θα ‘χω φιλήσει σταυρό πως ό,τι είναι να τελειώσει, θα ‘χει τελειώσει. Και μετά θα το σβήσω αργά, χωρίς τον παραμικρό φόβο πως κάποια στιγμή θα μετανιώσω και πάλι.