Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει ο Ραφαήλ Κουσίδης.

Όλα γυρίζουν γύρω από εσένα για ακόμα ένα βράδυ, στιγμές και εικόνες έρχονται ξανά στο μυαλό μου και με στοιχειώνουν, και να ήταν άραγε πολλές. Κλεφτές ματιές που τις πήρα σαν κυνηγημένος και έφυγα, γιατί δεν είχα την δύναμη να σου μιλήσω. Τώρα ψάχνω δυο λόγια να σου πω, σαν να σε έχω εδώ μπροστά μου, προσπαθώντας να κρατήσω την εικόνα σου στο μυαλό μου, να μη μου ξεθωριάσει άλλο, να μη χαθεί όπως χάθηκες και εσύ.            

Έχει περάσει ένας χρόνος πλέον από την τελευταία φορά που την είδα. Μα δεν μπορεί, πρέπει να είναι εδώ, στην ίδια θάλασσα, στις ίδιες παραλίες όπως και τότε. Ξαδέρφια, θείους, τόσους έχει να την περιμένουν και μαζί με αυτούς και μένα. Μου το είχε πει και ο Γιάννης «μην ανησυχείς θα έχεις πολλά καλοκαίρια μπροστά σου να της μιλήσεις, έχει συγγενείς στο χωριό και έρχεται τα καλοκαίρια να τους δει» και εγώ τον πίστεψα και άφησα για το επόμενο καλοκαίρι αυτό που μπορούσα να είχα κάνει τότε και το επόμενο καλοκαίρι ήρθε και έγινε τώρα το παρόν μου και έχω πλέον μια υπόσχεση να κρατήσω, μία υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου, να μην αφήσω στιγμή που δε θα παλέψω για να την κερδίσω. 

Η παραλιακή οδός πλημμύριζε από κόσμο. Με τον Γιάννη και τον ξάδερφό μας Αλέκο ή αλλιώς «Πάπο» όπως τον φωνάζουμε περπατούσαμε κατά μήκος της, από τη μία μεριά είχαμε τη θάλασσα και από την άλλη καφετέριες, εστιατόρια που με τη μουσική τους δίναν χρώμα στη βραδιά μας. 
– Θέλετε να καθίσουμε να φάμε; 
Ο Πάπο για άλλη μια φορά σκεφτόταν το φαγητό, η αλήθεια είναι ότι η ερώτησή του έκρυβε μια παγίδα, ότι δεν ήταν ερώτηση. 
– Α ρε ασχημόπαπο πάλι πείνασες; 
Γελώντας ο αδερφός μου ήταν έτοιμος για ακόμη μία φορά να πειράξει τον ξάδερφό μας και αυτό όχι εξαιτίας της αγάπης του για το φαΐ αλλά για το τι ακολουθεί κάθε φορά αφότου τρώει. 
– Σκάσε ρε από το μεσημέρι έχω να φάω. 
– Κοίτα πάλι να φας και να ξεκινήσεις να λες «δεν μπορώ η κοιλιά μου, πάω σπίτι» 
– Σταμάτα ρε βλάκα αφού ξέρεις έχω ευαίσθητο στομάχι. 

Πήγαμε σε ένα γυράδικο, για την ακρίβεια το αγαπημένο του και αφού περιμέναμε να φάει επιστρέψαμε ξανά στην παραλιακή, αυτή τη φορά όμως αποφασίσαμε να περπατήσουμε στην αμμουδιά, δίπλα στη θάλασσα, μακριά από τον κόσμο και τη φασαρία, εκεί μπορούσα να βυθιστώ στις σκέψεις μου ανενόχλητος. 
Μπροστά μας, μέσα στο σκοτάδι με μόνο βοηθό το φως του φεγγαριού άρχισαν να ξεχωρίζουν δύο φιγούρες. Όσο πλησιάζαμε οι μορφές φαίνονταν όλο και πιο καθαρά και σύντομα δύο γυναικείες σιλουέτες ξεπρόβαλαν σε απόσταση λίγων μέτρων. Δεν μπορεί, κι όμως πρέπει να είναι αυτή, πλησιάσαμε ακόμα πιο κοντά και πλέον ήμουν σίγουρος. Την κοίταξα, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα και κρύος ιδρώτας είχε καταβάλει το κορμί μου, τότε με είδε και αυτή, μου χαμογέλασε και κούνησε απαλά το χέρι της. 
– Γεια… 
Γεια. μετά από ένα χρόνο που σκεφτόμουν συνέχεια τι θα της πω το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω ήταν ένα «γεια». Σύνελθε, και κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, αυτό που υποσχέθηκες. 
– Σε θυμάμαι από πέρσι, το σπίτι σας είναι μπροστά από το σπίτι του θείου μου. 
Μου μίλησε, και εγώ συνέχιζα να στέκομαι αμήχανα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πως τόσο καιρό έμενε ακριβώς πίσω από το δικό μας σπίτι, τόσο κοντά… 
– Σε θυμάμαι και εγώ, περνούσα τα βράδια κοιτώντας κρυφά από το παράθυρό μου το δωμάτιο σου. Οκ, σε πειράζω αν και είμαι σίγουρος ότι δεν ακούστηκε ωραία αυτό. 

Αυτή μου χαμογέλασε, αν και δεν υπήρχε περίπτωση να πω μεγαλύτερη βλακεία από αυτό που μόλις είχα αφήσει να βγει από το στόμα μου αυτή μου χαμογέλασε.
– Αυτός είναι ο αδερφός μου Γιάννης και αυτός ο ξάδερφος μας Πάπο… εε Αλέκος ήθελα να πω. 
– Σκάσε ρε βλάκα. 
– Εγώ είμαι η Άννα και από εδώ η ξαδέρφη μου, η Χριστίνα 
Ξαφνικά ο Αλέκος άρχισε να με τραβάει από τι μπλούζα, ώσπου… 
-Εγώ πρέπει να φύγω, έχω μια δουλειά, θα τα πούμε στο σπίτι παιδιά, καλό βράδυ. 

Ναι… για άλλη μια φορά τον είχε πιάσει το στομάχι του, την πιο απρόσμενη στιγμή. Ο αδερφός μου προσπαθούσε να κρατήσει το χαμόγελο του σφίγγοντας τα χείλη του, καθώς ο Αλέκος έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. 
– Έχετε μέρες που ήρθατε; 
– Από χθες, βασικά έρχομαι κάθε καλοκαίρι τα τελευταία χρόνια. Μένουν οι θείοι μου εδώ οπότε τους επισκέπτομαι, εσείς; 
Ο αδερφός μου με κοίταξε στα μάτια, με ένα ύφος σαν να ήθελε να μου πει «σου τα έλεγα εγώ». Του αρέσει να μου παριστάνει τον έξυπνο όταν επιβεβαιώνονται τα λεγόμενά του. 
– Έχει σχεδόν μια βδομάδα που ήρθαμε, αγοράσαμε πέρσι το σπίτι οπότε έχουμε μέλλον μπροστά μας σε αυτό το μέρος, δε νομίζω να το βαρεθώ ποτέ. 
– Ναι, είναι πολύ ωραία κι εγώ πέρσι δεν ήθελα να φύγω με τίποτα. Αφού πήγα στο Βόλο μια βδομάδα αφότου είχε ξεκινήσει η εξεταστική. 
– Βόλο σπουδάζεις; 
– Ναι, γεωπονία, είμαι κιόλας από εκεί οπότε έχω ανάγκη από διακοπές, λίγο να ξεφεύγω, εσείς; Βασικά μη πείτε, έχω ένα χάρισμα, θα το βρω μόνη μου. 
– Ωχ θεέ μου. 
– Σταμάτα Χριστίνα, αμφισβητείς πως έχω εγώ κρυφό χάρισμα; 
– Ναι τι λες τώρα, πώς δεν έχεις… 
– Λοιπόν ξεκινάω, κάντε ησυχία να συγκεντρωθώ. 
– Ναι, γιατί αν δεν συγκεντρωθείς δε θα τα βρεις… 
– Χριστίνα! Λοιπόν Γιάννη εσύ πρέπει να σπουδάζεις γεωπονία και εσύ Ραφαήλ φιλολογία. 

Το βρήκε, για μια στιγμή πάγωσα, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν είχε κανένα είδους περίεργο χάρισμα, τότε πως… εκτός και αν είχε ψάξει για εμάς, ναι αυτό πρέπει να ήταν, έτσι εξηγείται η συμπεριφορά της Χριστίνας. 
– Εσύ πρέπει να έχεις μεγάλο ταλέντο. 
Της είπε ο αδερφός μου με σαρκαστική διάθεση δείχνοντας να έχει καταλήξει και αυτός στο ίδιο συμπέρασμα με μένα. 
– Λοιπόν, πώς αντί να βγείτε για ποτό καταλήξατε στη παραλία για μπάνιο; 
– Η αλήθεια είναι ότι δε βγαίνουμε συχνά για ποτό, μας αρέσει να κάνουμε βόλτες, να καθόμαστε σε ταβέρνες και κυρίως να κάνουμε βραδινές βουτιές. 
– Όπως πρόκειται να κάνουμε σε λίγο. 
– Ξαδέρφη, βλέπω τελικά το πήρες απόφαση. 
– Εεε πως μια σε έχω είναι δυνατόν να σε αφήσω μόνη. 
– Εσείς, πώς βρεθήκατε εδώ; 
– Είπαμε να κάνουμε τη διαφορά και να έρθουμε να περπατήσουμε στη παραλία.
– Λοιπόν αφού έτυχε να συναντηθούμε τι λέτε να μας κάνετε παρέα; 
Η Άννα κάνοντάς μας αυτή την πρόταση έβγαλε τη βερμούδα της, τότε και η ξαδέρφη της άρχισε να ξεντύνεται μένοντας και αυτή με το μαγιό. 
– Λοιπόν, βγάλτε τα ρούχα και ελάτε! 
 

Πετώντας τα ρούχα τους στην άμμο τρέξανε στη θάλασσα. Τότε ο αδερφός μου με κοίταξε στα μάτια. 
– Τι περιμένεις, μην είσαι χαζός, δεν είδες πώς σε κοιτούσε; 
Ξεκίνησε και αυτός να βγάζει τα ρούχα του μένοντας μόνο με το εσώρουχο, τότε ξεντύθηκα και εγώ και τις ακολουθήσαμε στη θάλασσα. 

Όλα όσα έψαχνα ένα χρόνο τα είχα τώρα μπροστά μου, κάτω από ένα φεγγάρι που έμοιαζε να καθρεφτίζει την όψη του στην επιφάνεια του πελάγους. Η θάλασσα ήταν τόσο γαλήνια, χωρίς ούτε ένα δα μικρό κύμα να ταράζει την επιφάνειά της και μπροστά μου είχα την Άννα, σε μια στιγμή που ξεπερνούσε ακόμα και τα όνειρά μου. Τα χρώματα του προσώπου, των μαλλιών, όλα άλλαζαν με ένα μαγικό τρόπο υπό το φως του φεγγαριού. Χρυσά και ασημί χρώματα παίρναν τα μακριά μαλλιά της και στη συνέχεια χάνονταν ξανά στο σκοτάδι. Κοίταγα μέσα στα μάτια της όπως και αυτή στα δικά μου, και αυτά λέγαν όσα εμείς δεν μπορούσαμε να πούμε με τις λέξεις. Την αγκάλιασα και τα σώματά μας ενώθηκαν κάτω από το νερό, μέσα στο μισοσκόταδο της νύκτας τη φίλησα για πρώτη φορά, είχε χείλη απαλά και βρεγμένα με μια γεύση αλμύρας από το θαλασσινό νερό. 
 

Οι ώρες μοιάζανε για λεπτά και κυλούσαν γρήγορα, είχε έρθει η ώρα που έπρεπε να φύγουμε, όσο και αν δεν το ήθελα βγήκα από τη θάλασσα και άφησα πίσω το όνειρό μου. Μια μουσική άρχισε να ακούγεται, στίχοι γνώριμοι μα δεν μπορούσα να θυμηθώ το τραγούδι, την έφερνε ο άνεμος από κάπου μακριά. Την αποχαιρέτησα με ένα χάδι και αυτή μου υποσχέθηκε ότι θα ξαναμιλήσουμε την επόμενη μέρα. 
                 
Στη θέση του φεγγαριού είχε έρθει ο Ήλιος, ήταν πλέον μεσημέρι όταν κατάφερα να σηκωθώ από το κρεβάτι, άνοιξα τη πόρτα και βγήκα στην αυλή και τότε είδα τον αδερφό μου να έρχεται. 
– Η Άννα έφυγε για Βόλο, έπαθε εγκεφαλικό ο παππούς της, δεν ξέρει αν θα μπορέσει να ξαναέρθει αυτό το καλοκαίρι. 

Μου είχε πει ότι θα βρεθούμε, την επόμενη μέρα, μα η επόμενη μέρα δεν ήρθε ποτέ, είχε φύγει. Έσκυψα το κεφάλι μου, ένιωσα όσα έζησα το προηγούμενο βράδυ να καταρρέουν. Μα το σήκωσα ξανά, δεν είχα λόγο να το έχω κατεβασμένο, είχα τηρήσει μέχρι την τελευταία στιγμή την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου κι ακόμα και αν δεν την έβλεπα ξανά είτε αυτό είτε το επόμενο καλοκαίρι θα έχω για πάντα να θυμάμαι αυτό που ζήσαμε μαζί, σαν μια ανάμνηση από κάτι ξεχασμένα καλοκαίρια.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία τoυ Ραφαήλ και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!