Ο έρωτας είναι μια εγωιστική θέση, μια μοναχική διαδρομή με προορισμό την τρέλα, την οδύνη, την παρανόηση εναντιωμένη στην βαθύτερη νόηση των όσων σε ορίζουν έξω από την κυριαρχία σου, έξω από το βασίλειο σου που καθορίζεις και επιβάλλεις.
Ο έρωτας σου επιβάλλεται και σε καθορίζει. Αυτό σου μάθανε.
Όταν σου χτυπάει την πόρτα ξεκινάς πάντα με μια αντίδραση. Φαντάζει να είναι το μόνο που θέλεις να κάνεις, το λέει και το άσμα «αντίδραση, αντίδραση το μόνο που θα κάνω».
Και δεν θες να αφεθείς -κλαις να παραδοθείς- , οχυρώνεσαι, αποσπάς το ενδιαφέρον σου από το υποκείμενο του πόθου σου, χάνεσαι σε μεταφράσεις, σε βιωματικές συμπεριφορές, σε ανούσιες επικοινωνίες, κοινωνείς το αδιάφορο, και σηκώνεις το περίστροφο με τραβηγμένη ασφάλεια μα δίχως σφαίρες.
Απειλείς εφόσον απειλείσαι, μα είσαι ήδη αφοπλισμένος.
Πάντα θα είσαι αμάθητος στον έρωτα αν ζεις με ψευδαισθήσεις.
Τρομάζει, και ας μοιάζει με τα μικρά παιδιά που τραμπαλίζονται στις παιδικές χαρές.
Δεν είναι παιδική χαρά, το ξέρω. Το ξέρεις και εσύ. Μα έχει μια τέτοια χάρη και χαρά που τη βρίσκεις μόνο σε αθώα χαμόγελα, σαν των τυχαίων περαστικών που αυθόρμητα ανταποκρίνεσαι.
Αυτό το τυχαίο και όχι καλοστημένο κόλπο. Το συναντάς, το αισθάνεσαι και εκεί που το παίρνεις αγκαλιά και βγάζεις το μαχαίρι από το δόντια για να το φιλήσεις, σκέφτεσαι να το μαχαιρώσεις πισώπλατα. Να πονέσει πρώτο, να προλάβεις να μην πονέσεις.
Δένεις τα παπούτσια σου και τρέχεις να πας στη δουλειά. Βγαίνεις στους δρόμους σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιοριστείς, να ανακτήσεις την αυτοκυριαρχία σου.
Τρέχεις. Να προλάβεις. Να μην σε πιάσει. Ο έρωτας ξέρεις δεν είναι σαν τα σκυλιά που τρέχουν στις ρόδες των αυτοκινήτων, έτοιμα για όλα, με κάθε ένστικτο του κινδύνου. Ο έρωτας κάθεται στη διπλανή θέση και καπνίζει το τσιγάρο του. Σε κοιτάζει από τον καθρέφτη, πέφτει στις ρόδες σου και σε αναγκάζει να σταματήσεις.
Δε σου αφήνει καμιά διέξοδο και σου παρέχει κάθε ελευθερία.
Σου κατεβάζει τις ασφάλειες και σου ανοίγει τα παράθυρα. Πετάει τις ζώνεις ασφαλείας μα σου κρατάει το χέρι. Σε χαϊδεύει και σε σπρώχνει με τα ίδια χέρια.
Το ίδιο άγγιγμα. Ένα βήμα πριν, ένα βήμα μετά, θα βρίσκεται δίπλα σου.
Τρέξε. Τρέξε. Πάντα πάνω του θα πέφτεις.
Τρέξε μέχρι να σου κοπεί η ανάσα. Θα βρει τον τρόπο να σου πάρει την τελευταία και να σου χαρίσει μια νέα.
Θα σε γυμνώνει, όσο σφιχτά και αν χώνεσαι στα ζεστά σου.
Θα ξεσκεπάζει τα σκοτεινά σου, θα ρίχνει φως, θα σε βυθίζει στο σκοτάδι μέχρι να αποδεχτείς την πλήρη και αόριστη αλήθεια του.
Μα εσύ φοβάσαι. Φοβάσαι Θεέ μου. Ο φόβος του ερωτευμένου, ο φόβος της μη αποδοχής και ανταπόκρισης. Το φόβο του πληγώματος. Να μην ουρλιάξουν τα μέσα σου, να μην σε εμπαίξουν, να μην εξαπατηθείς, να μην πεθάνεις από έρωτα.
Κανείς δεν πέθανε από έρωτα, κανείς καλέ μου.
Όσοι είναι λίγο πιο έξυπνοι έζησαν στη λάμψη του και στα σκοτάδια του.
Κατέβασαν το όπλο, άφησαν στην άκρη το μαχαίρι και έστρωσαν το κρεβάτι τους για δυο για να γίνουν ένα.
Και αν είναι να πεθάνεις από έρωτα, θα δεις ότι αξίζει τον κόπο η λύτρωση.