Το σπίτι των παιδικών σου χρόνων είναι γεμάτο μυρωδιές.
Είναι το φάρμακο στις δύσκολες στιγμές, γιατί δεν έχει ημερομηνία λήξης.
Είναι σωσίβιο, που άλλοτε το βρίσκεις χωμένο σε βαλίτσες και άλλοτε σε βρίσκει αυτό όταν χάνεις το κίτρινο στα χρώματά σου.
Στο σπίτι των παιδικών σου χρόνων, ακόμα και η λύπη γίνεται χαρά.
Είναι η μεγαλούπολη που λαχταράς να επισκεφτείς το τριήμερο που δεν θα κάτσεις στο θρανίο.
Είναι το χωριό που σε περιμένει κάθε καλοκαίρι, τα γράμματα που στέλνεις όλο το χειμώνα γεμάτα μυστικά κρυμμένα κάτω από τετράδια και γομολάστιχες.
Είναι το νησί που είδες στις φωτογραφίες και θα σου μάθει να κολυμπάς, να βουτάς, με κωλοτούμπες αλμύρας και άμμου.
Είναι το παράθυρο που δεν κλειδώνει ποτέ, γιατί σε περιμένει ο κολλητός σου στο απέναντι μπαλκόνι για να φωνάξεις τόσο δυνατά το όνομά του, που οι γείτονες στο τέλος θα κάνουν το παραπονάκι τους.
Και το γελάκι που θα ρίξεις, γιατί το μόνο που θέλεις είναι το παιχνίδι.
Είναι το ρυζόγαλο που σου έταξε η μαμά, γιατί είναι Κυριακή ή γιατί απλά ξέρει πόσο το αγαπάς.
Ο μανάβης της γειτονιάς, που θα χώσει και τέσσερα έξτρα πορτοκάλια στη σακούλα γιατί μεγαλώνεις και είναι η μπόμπα- βιταμίνη για τα παιδιά.
Ο φούρνος με την καλύτερη τυρόπιτα της πόλης.
Το μυστικό παρκάκι, που χαράζεις σε κάθε παγκάκι του καρδούλες, ονόματα και μουσικές.
Αυτό, που ίσως δοκιμάσεις και το πρώτο σου τσιγάρο μετά από χρόνια, μα ακόμα δεν το ξέρεις.
Αυτό, που έχει τόσο χώμα και κάθε Παρασκευή θα τρως και μια κατσάδα γιατί για πόσο ακόμα η μαμά θα βάζει διπλή δόση απορρυπαντικού;
Αυτό, που οι παρέες συναντιούνται, γίνονται μία και εσύ θα βιάζεσαι να τους μάθεις όλους και όλα.
Είναι το σπίτι με τα δεκαπέντε δωμάτια και ας είναι μόνο τρία ή τέσσερα.
Είναι το θυροτηλέφωνο που ζοριζόσουνα να φτάσεις, για να πεις ότι ψήλωσες λιγάκι ακόμα.
Το ψέμα που είπες, επειδή ακόμα δε ξέρεις το καλό και κακό και ας λένε ότι τα παιδιά δεν έχουν έλεος.
Έλεος δεν έχουν οι μεγάλοι, που σε βάζουν να κοιμάσαι με το ζόρι, ενώ εσύ θέλεις να διαβάσεις ακόμα ένα κόμικ με τη συνοδεία μερέντας με κουτάλι σούπας.
Το παπούτσια που φοράει ο διπλανός σου στο θρανίο και θα κάνεις τα πάντα για να τα αποκτήσεις. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει δάκρυα ιμιτασιόν και κλειστές πόρτες στη μαμά και το μπαμπά.
Το ότι βιάζεσαι να μεγαλώσεις για να αποδείξεις σε όλους ότι είσαι σούπερ-ήρωας.
Και γιατί θέλεις να τα γευτείς όλα μονοκοπανιά.
Αυτό το σπίτι που δεν έχει όνομα, οδό και αριθμό. Γιατί τα νούμερα είναι υπόθεση των μεγάλων.
Αυτό το σπίτι στα πατώματα έχει ιώδιο χυμένο και χτυπημένα γόνατα, αλλά δε θα τα θυμάσαι όπως τις πρώτες φάρσες στα τηλέφωνα και στους δασκάλους.
Έχει πόρτες που ανοιγοκλείνουν και πρόσωπα που προσπαθείς ακόμα να καταλάβεις την ύπαρξη τους.
Έχει αφίσες, περιοδικά, συλλογές από κάρτες, μπάλες, επιτραπέζια, φωτογραφίες με κομμένα πόδια, κεφάλια, χέρια γιατί το κάδρο τότε ήταν ανέμελα κλικαρισμένο.
Έχει το «αχ» του πρωϊνού ξυπνήματος, που ξέρεις ότι στη διάρκεια της μέρας θα ναι γλυκόπικρο.
Έχει αυτό που ακόμα και αν σε πλήγωσε, σου έμαθε να ζεις το σήμερα.
Έχει όλα τα μυστικά σου και ένα ρολόι, που μάλλον έχει βγεί από πίνακα του Νταλί.
Μα πάνω απ’ όλα, σου έμαθε την ξεγνοιασιά που κάποιοι τώρα που μεγάλωσες, μάλλον την πρόδωσαν.
Και είσαι τώρα χαμένος ανάμεσα σε νούμερα και πόρτες που ανοιγοκλείνεις εσύ, ανάλογα με την περίσταση.
Και ας φτάνεις όλα τα θυροτηλέφωνα και ακόμα πιο ψηλά.
Και έμαθες ότι σούπερ-ήρωας είναι κάτι άλλο, από αυτό που ονειρευόσουνα.
Σπάσε το ρολόι του Νταλί και φτιάξε ένα δικό σου.
Και μη ξεχάσεις σε αυτό, οι δείκτες του να δείχνουν στη χαρά.