«Όταν είσαι κάπου και αγαπάς, είσαι κυριολεκτικά εκεί. Ψυχή τε και σώματι. Δε σε νοιάζει άλλος κανείς. Αναπνέεις, ζεις και υπάρχεις μόνο για αυτόν, τον Ένα. Μόνο για το «Μαζί» και τη ζωή σας.»
«Δε θα μπορούσα ποτέ να με φανταστώ μαζί με δύο ανθρώπους. Απλά δε γίνεται. Είναι κοροιδία, είναι ξεφτίλα.»
«Διπλό ταμπλό; Για κανένα λόγο όμως! Η ανηθικότητα στο μεγαλείο της.»
«Το διπλό ταμπλό, δεν έπαιζε, δεν παίζει και δε θα παίξει ποτέ με βάση τα δικά μου δεδομένα. Όταν είσαι κάπου, είσαι, αλλιώς να μην είσαι και καθόλου. Δε μπορείς να μοιράζεσαι, ή να μοιράζεις.»
Ήθελα να μπω πολύ στο μυαλό σας πριν ξεκινήσω να γράφω για το «Διπλό ταμπλό». Αλήθεια. Έτσι, έκανα ένα μινι ρεπορταζ στην Πλατεία Συντάγματος και μου ξεφουρνίσατε τα παραπάνω και άλλα πολλά του ίδιου στιλ. Σας ακούω και σας ξανακούω απο τότε.
Μα τι ηθικά στοιχεία είμαστε όλοι εμείς, πείτε μου. Πόσο αθώοι και ευγενείς. Πόσο αγαθοί, ανέμελοι, ή τρομερά ρομαντικοί; Μπράβο μας. Όχι, μπράβο μας! Διπλό ταμπλό; Α πα πα πα πα! Εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα!
Το φωτοστέφανο μας λείπει κι ένα κερί ν’ ανάψουμε. Η εκκλησία είναι λίγο παρακάτω. Δίπλα στο «ήθος» στο λεξικό του Μπαμπινιώτη, ας βάλουν ένα «όλοι οι -δήθεν- μονογαμικοί», να έρθουμε στα ίσια μας. Γιατί το να είσαι με δύο ταυτόχρονα, είναι αμαρτία μεγάλη, είναι κακό απόκοσμο και ανήθικο. Είναι πράγματα του Σατανά αυτά. Πάρτε μαθήματα απο την κ. Λουκά, κάτι ξέρει.
Δε γινόταν να μην το διακωμωδήσω όλο αυτό, λυπάμαι. Γιατί μόνο όποιος έχει ζήσει στην ουσία και στο βάθος του το «διπλό ταμπλό» του έρωτα, μόνο εκείνος ξέρει για τι μεγάλο ζόρι πρόκειται, τι αυτομαστίγωμα παίζει στην όλη ιστορία και για το πόσο μεγάλη φυσικά γοητεία υπάρχει στο να παίρνεις επιβεβαίωση επι δύο. Να τα λέμε κι αυτά. Και όχι δυο τυχαίους. Δύο δικούς σου. Μιλάω πάντα απο την πλευρά του «θύτη», να το ξεκαθαρίσω αυτό.
Φυσικά και δεν είναι σωστό, ορθό και σώφρον να «παίζεις» με δυο ψυχές, όχι. Να τις φουσκώνεις με αγάπη σαν μπαλόνια και να τους χαμογελάς, κάνοντας έρωτα μαζί τους και ουρλιάζοντας τα ονόματά τους. Φυσικά και δεν αξίζει σε κανέναν η κοροϊδία.
Αδιαπραγμάτευτα, το ψέμα είναι κακός οιωνός και μολύνει. Και τα μπαλόνια ξεφουσκώνουν και οι καρδιές ξεφτίζουν. Όμως για πείτε μου εσείς, ποιος να το θέλει αυτό και κυρίως γιατί;
«Η μαλακισμένη που παίζει με δύο ταυτόχρονα». Ωραία απάντηση μου δώσατε. Να’ στε καλά, μου κάνατε την καρδιά περιβόλι! Μην ξεχνάτε οτι υποδύομαι το θύτη. Αναρωτηθείτε λίγο κάτι.. Γιατί κάποιος, ή κάποια να είναι τόσο μαζοχιστής ώστε να θέλει να μοιράζεται το «εγώ» του με δύο ανθρώπους; Ο ένας συμφέρει και γλιτώνεις να μοιράζεις το είναι σου, τα νέα σου, την καθημερινότητά σου, τα πάντα σου. Για να μη θίξω τις αντίστοιχες πληροφορίες που εκλαμβάνεις εις διπλούν. Αν θέλετε να μιλήσουμε στυγνά. Γιατί κάποιος να θέλει να κρύβεται μανιακά και να κρύβει παράλληλα πράγματα; Νιώστε το λίγο και απο την απέναντι πλευρά. Πιστέψτε με, δεν είναι τόσο ευχάριστη.
Ας δούμε την κατάσταση λοιπόν με το μικροσκόπιο. Η Λένα στο κέντρο. Ο Γιώργος στη θέση Α, ο Νίκος στη θέση Β. Απέναντι. Ο Γιώργος είναι ο σοβαρός της υπόθεσης. Η Λένα νιώθει ασφάλεια μαζί του. Πατάει στα πόδια της γερά. Μαζί με την εξέλιξή του, εξελίσσεται κι εκείνη. Της δίνει ώθηση. Η Λένα νιώθει υγιής. Νιώθει πως «αυτή η σχέση πάει κάπου». Σιγά σιγά και σταθερά, πάντα με αμοιβαία αγάπη και κατανόηση.
Όμως ο ορθολογισμός της πέφτει βαρύς και της λείπει το παραμύθι. Ε, ο Νίκος είναι ακριβώς αυτό. Το παιδί. Σκάει τα ξημερώματα σπίτι της με ένα ταψί cheesecake (το αγαπημένο της) και την ταίζει. Της μυρίζει τα μαλλιά και την φιλάει με μανία. Είναι μια κινούμενη τρέλα. Ιδεαλιστής, ονειροπόλος, φλογερός. Η Λένα απορεί για το «αύριο» τους. Δεν παύει όμως να θέλει να ζήσει αυτό το πυροτέχνημα. Γίνεται ξανά κοριτσάκι και το «τώρα» της, μετατρέπεται στιγμιαία στο «πάντα» της.
Δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι, δύο άνθρωποι απόλυτα «απέναντι», αποτελούν τον ιδανικό «ένα». Κι εκείνη στο κέντρο. Δεν είναι οτι το ευχαριστιέται. Το κάθε άλλο. Κάθε ψέμα της, τη σκοτώνει. Κάθε φιλί τους, την αναπτερώνει. Η υποκρισία της, είναι γροθιά στο στομάχι, κάθε «σ’ αγαπώ» της ωστόσο, είναι αληθινό.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά καταντάει να σιχαίνεται τον εαυτό της. Συνεχίζει όμως να το μοιράζεται μαζί τους. Φοβάται να τους χάσει. Αγαπάει. Ναι, επι δύο. Και τον εαυτό της το μισεί. Αν την ένοιαζε η πάρτη της, δε θα αυτομαστιγωνόταν καθημερινά, δε θα βουρλίζονταν με σκέψεις, δε θα πάλευε διαρκώς μέσα της.
Σίγουρα, μια τέτοια κατάσταση δεν οδηγεί πουθενά. Δώστε βάση. Πουθενά.
Αργά ή γρήγορα η Λένα θα λυπηθεί τον ίδιο της τον εαυτό, ναι. Θα νιώσει θύμα της ίδιας της της επιλογής. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει, γιατί το «τανγκο για τρεις», απευθύνεται σε γερά στομάχια. Σε αυτούς που δεν αποζητούν πεταλούδες.
Κάντε μου όμως μια χάρη, πριν πάτε να κρίνετε τη Λένα και την κάθε Λένα, μην ξεχνάτε πως είμαστε άνθρωποι. Με πάθη, αισθήματα, ανασφάλειες και φόβους. Δεν είμαστε Θεοί. Γιατί αν ήμασταν, θα ξέραμε τους τρόπους να τα διαχειριστούμε όλα αυτά.
Μαθαίνουμε καθημερινά κι αυτό είναι το παν. Έχει καταντήσει κλισέ, αλλά «Όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι» και είναι γεγονός.
Και κάτι τελευταίο. Μη βάζετε στην αγάπη μέτρα, κουτιά, ή στεγανά. Είναι αέρας, ανάσα, πηγή ζωής. Και όχι απαραίτητα μονοπολική.