Μητρικός θηλασμός ή γάλα σε σκόνη; Αυτή είναι μια απόφαση που καλούνται να πάρουν όλες οι μητέρες. Μια απόφαση που αφορά εκείνες και το μωράκι τους, κανέναν άλλο, ούτε καν τον πατέρα. Συχνά, βλέποντας μια νέα μαμά, αυθόρμητα ρωτάμε αν θηλάζει χωρίς να αναρωτηθούμε αν αυτή μας η ερώτηση τη φέρει σε δύσκολη θέση. Δυσκολίες με το θηλασμό ή εξαρχής απόφαση να μην το επιχειρήσει μπορεί να υπάρξουν και δε χρειάζεται να δώσει αναφορά γι’ αυτό, μιλάμε για κάτι αυστηρά προσωπικό που γίνεται βίαια δημόσιο.
Μόνο οι ίδιες ξέρουν αν έχουν το σθένος να το κάνουν. Ο θηλασμός δεν είναι μια εύκολη διαδικασία και σίγουρα δεν είναι για όλες τις μητέρες. Απαιτεί χρονικά να είναι πάντα με το μικρό της και να αφήνει πολλές φορές τις δουλείες της στην άκρη για να το θηλάσει. Αντίθετα, το γάλα σε σκόνη μπορεί να το δώσει ο πατέρας του βρέφους όσο εκείνη ασχολείται με το οτιδήποτε άλλο. Επίσης, ο θηλασμός πονάει. Πολύ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν όλες οι γυναίκες να ανταποκριθούν στον πόνο. Φυσικά, αν μια γυναίκα αντέχει τις όλες δυσκολίες του θηλασμού τότε είναι πολύ δυνατή κι αξιοθαύμαστη. Και βέβαια ο θηλασμός είναι ό,τι καλύτερο για το βρέφος, εφόσον μιλάμε για μια διαδικασία φυσική, όμως αν πραγματικά δεν μπορεί ή δε θέλει η μητέρα να το κάνει έχει κάθε δικαίωμα. Δικό της το σώμα, δική της και η απόφαση.
Συνήθως χωρίς να ξέρουμε τη διαδικασία και τις δυσκολίες του θηλασμού κρίνουμε εύκολα τις μητέρες που δε θηλάζουν φέρνοντάς τις σε δύσκολη θέση. Φυσικά έχει να κάνει και με μια κοινωνική ευαισθησία που δυστυχώς δε διαθέτουμε από το οικογενειακό μας περιβάλλον, καθώς η ελληνική παραδοσιακή οικογένεια θέλει τα μέλη της αδιάκριτα συνεχώς και φυσικά παρόντες στις αποφάσεις τις αυστηρά ενδοοικογενειακές των νεώτερων μελών τους. Όπως λέει και ο σοφός λαός, όμως «όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει». Έτσι ακόμα και η απλή ερώτηση «Θηλάζεις;», έστω και αν δεν έχουμε πρόθεση να κρίνουμε, καταλήγει απρόσκοπτη κριτική. Η απόφαση να θηλάσει ή όχι είναι ένα πολύ λεπτό ζήτημα κι έτσι καθιστά την ερώτηση αυτή ως αδιάκριτη και περιττή.
Αν δε θηλάζει, γιατί δεν μπόρεσε ο οργανισμός της να παράγει γάλα, τότε ρωτώντας την κάνουμε, έστω κι άθελά μας, να νιώθει μειονεκτικά. Αν δε θηλάζει γιατί δεν άντεχε τον πόνο ή την κούραση την κάνουμε να νιώθει αδύναμη. Κι αν δε θηλάζει γιατί πολύ απλά δε θέλει τότε την κάνουμε να νιώθει εγωίστρια. Αν από την άλλη θηλάζει, μπορεί να μη θέλει να το συζητήσει γιατί είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία. Από όπου και να το πάρουμε το να ρωτάμε μια γυναίκα αν θηλάζει είναι άβολο.
Μια νέα μαμά χρειάζεται στήριξη κι άτομα γύρω της που την καταλαβαίνουν και τη συμβουλεύουν χωρίς να την κρίνουν και χωρίς να την πιέζουν για κάτι. Είναι πολύ δύσκολο κι απαιτητικό, ειδικά στην αρχή, να μάθει να φροντίζει το μικρό της κι οι ορμόνες της δεν είναι στα καλά τους. Μια τόσο απλή ερώτηση όπως αυτή μπορεί να την ταράξει γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πιο λεπτοί και προσεχτικοί στα λόγια μας μαζί της. Κάθε μητέρα ταΐζει και φροντίζει το μωράκι της όσο καλύτερα μπορεί και ξέρει, έτσι, ρωτώντας την πόσο καλά κάνει αυτήν τη δουλειά είναι αγενές κι άκομψο. Ας αφήσουμε κάθε μητέρα να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με το μικρό της κι ας είμαστε εκεί για να σταθούμε πλάι της κι όχι απέναντί της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου