Θέλω να κοιμόμαστε μαζί κάθε βράδυ. Όχι γιατί φοβάμαι το σκοτάδι ή τη μοναξιά. Όχι. Απλώς κοιμάμαι καλύτερα όταν είσαι κι εσύ εκεί. Όταν με νανουρίζει η ανάσα σου κι ας σου γκρινιάζω ότι μου καίει το λαιμό.

Γιατί έτσι είμαστε εμείς. Θυμάσαι; Το πρώτο μας βράδυ που έμεινες ακίνητος για να μη με ενοχλήσεις. Κι όταν στις εξίμισι το πρωί το κινητό σου φώναζε «psycho killer» γιατί ξέχασες το ξυπνητήρι, το έκλεισες με τη μύτη για να μην πάρεις το χέρι σου από πάνω μου.

Ή την άλλη φορά –θυμάσαι;– που γυρίζαμε κι έπιασε βροχή κι έβαλα τα καινούρια μου βιβλία για ομπρέλα; Εσύ με φίλησες για να σε πω ρομαντικό αλλά εγώ γέλασα και σε τράβηξα να φύγουμε, μην τυχόν και μοιάσουμε με πρωταγωνιστές του Παπακαλιάτη. Φτάσαμε σπίτι μούσκεμα και χωρίς να αλλάξουμε, ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι και βάλαμε στοίχημα ποιος θα αρρωστήσει πρώτος.

Φυσικά και το έχασες, μωρό μου. Αλλά εγώ σ’ αποζημίωσα. Μπορεί πέντε μέρες να κάναμε τα χαρτομάντιλα μαξιλάρι, αλλά τις νύχτες άγγιζα με τα χείλη μου το ζεστό σου μέτωπο και μιζεριάζαμε παρέα. Κοιμόμουν στο στήθος σου που βρωμούσε vicks και οι αναθυμιάσεις με βοηθούσαν με το συνάχι.

Θυμήσου και τότε, που γύρισες απ’ τους δικούς σου και είπες να μη μαγειρέψω τίποτα, γιατί όλο και κάτι θα έφερνες. Και έφερες. Δύο τάπερ με τα απαίσια γεμιστά της μάνας σου, που ακόμα την αφήνεις να πιστεύει ότι είναι το αγαπημένο σου φαγητό. Αλλά εσύ δεν ήθελες να τα πετάξουμε, γιατί είναι κρίμα να χαραμίζουμε φαΐ. Σου είπα ότι για τιμωρία μόνο εσύ θα κοιμόσουν γυμνός και χάρηκες, αφού τέτοιος πορνόμυαλος είσαι.

Γέλασες τόσο πολύ που σου πείραζα την πρησμένη σου κοιλιά, που λίγο έλειψε να μην το κάνουμε. Αλλά εντάξει, όλα καλά, άδικα φοβήθηκα. Μετά παραπονέθηκες ότι το μονό κρεβάτι σου έπεσε φαρδύ μακριά μου κι εγώ σου είπα να μην αγχώνεσαι, θα το στενέψουμε λίγο στους ώμους. Μπορεί να μη σου άρεσε το αστείο μου, αλλά δευτερόλεπτα μετά η κουβέρτα σκέπασε τα μάτια μου και το βάρος σου το σώμα μου.

Γι’ αυτό σου λέω. Μην ξεχνάς τα βράδια μας. Αλλά τέτοιος μπουμπούνας είσαι και δε θες να καταλάβεις τι σου λένε. Θέλω να σε νιώθω. Πάνω, κάτω, εντός, εκτός και επί τα αυτά. Ακόμα κι όταν ο τσατίλας μέσα σου έχει το πάνω χέρι, θέλω την πλάτη σου κόντρα στη δική μου. Μέχρι να χώσω το πόδι μου μέσα στα δικά σου, να σε παγώσω, να μου κάνεις το αγαπημένο σου κεφαλοκλείδωμα και να ξυπνήσω με το πιο ευχάριστο αυχενικό.

Θέλω να μας παίρνει ο ύπνος στον καναπέ, βλέποντας θρίλερ, με το κεφάλι μου στη μασχάλη σου, τα πόδια σου στην κοιλιά μου και τον αγκώνα σου να μου γαργαλάει τ’ αυτί. Κι όταν σε ξυπνάω γιατί με τρόμαξαν οι τσιρίδες της πρωταγωνίστριας, να μου λες ότι δεν θα μπορέσω να ξαναμείνω μόνη, γιατί δεν θα έχω κανέναν να ελέγχει για δολοφόνο κάτω απ’ το κρεβάτι μου. Να θυμώνω και να σου λέω να σκάσεις γιατί εγώ δε φοβάμαι τίποτα. Κι εσύ να με ρίχνεις κάτω και να με κάνεις δικιά σου, όπως λένε τα καλά κορίτσια. Αλλά εγώ δεν είμαι καλό κορίτσι και σου λέω ότι γουστάρω να πηδιόμαστε εκείνα τα βράδια.

Θα στο πω λοιπόν τελευταία φορά. Τις νύχτες είσαι δικός μου και θέλω να ’χω πάνω σου δικαίωμα. Θα σε αγγίζω, θα σε κλωτσάω, θα ροχαλίζω, θα ξεφυσάω, θα παίρνω τα σκεπάσματα και θα κολλάω πάνω σου τα πιο ζεστά βράδια. Θα σε ξυπνάω γιατί είδα εφιάλτη, γιατί πεινάω, γιατί μου λείπει ο σκύλος μου, γιατί θέλω να σε φιλήσω ή γιατί απλά σε θέλω. Δε θα πληρωθείς ποτέ υπερωρίες και δεν υπάρχουν Κυριακές και αργίες. Λοιπόν, τι λες;

Συντάκτης: Ιρρόη Καρυπίδου