Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Νεφέλη Βιδάκη.

Ετοιμάζω βιαστικά τη βαλίτσα μου, αρπάζω το εισιτήριο και πίσω από το κλείσιμο της πόρτας νιώθω σαν το φυλακισμένο που δραπετεύει απ’ το κελί του, εκείνο που τον κρατούσε τόσο καιρό μακριά από το όνειρό του, μακριά από τον άνθρωπό του, μακριά από εσένα. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο αεροδρόμιο. Πάντα απορούσα γιατί όλοι ποθούσαν τόσο πολύ να φεύγουν, εγώ το όνο που ήθελα ήταν να γυρίζω πίσω σε εσένα. Πια μας κρατούσε μακριά μονάχα ένα ηλιοβασίλεμα.

Το μυαλό μου στριφογυρνούσε σαν τρελό από μια ανυπομονησία να σε αγγίξω πάλι, από μια νοσταλγία των χειλιών σου, του τρόπου που με κοιτάζεις. Με την προσγείωση άρχισα κιόλας να τρέμω. Πώς θα ήσουν μετά από τόσο καιρό, πώς θα σου φαινόμουν; Μήπως έχουμε αλλάξει και οι δυο τόσο που δε θα αναγνωριστούμε; Άραγε να θυμάμαι πώς είναι να σε φιλάω; Και ξαφνικά σε βλέπω στο θάλαμο των αφίξεων και ένα κενό στο μυαλό μου, που γέμισε κατευθείαν στην καρδιά μου με το που βρέθηκα στο καταφύγιό μου, στην αγκαλιά σου. Η στιγμή εκείνη έμοιασε σαν να πάγωσε το χρόνο, στα μάτια μου γκρεμίστηκαν τα πάντα και το μόνο που έβλεπα ήταν τα δικά σου, τα πόδια μου είχαν κοπεί -ή μάλλον όχι, πετούσα. Λένε πως ακόμα και ένα σταματημένο ρολόι δείχνει σωστά την ώρα δυο φορές τη μέρα. Εκείνα τα λεπτά λοιπόν ο σκουριασμένος δείκτης μου άρχισε να λειτουργεί και πάλι. Δε χρειάστηκε να πούμε κάτι, τα σώματά μας τα έλεγαν όλα. Έτσι αισθανόμουν τουλάχιστον. 

Και δεν είπαμε. Μέχρι να βρεθούμε μαζί στο κρεβάτι δεν είχαμε ψελλίσει λέξη. Σηκώθηκες, κάτι πήρες από το γραφείο σου κι επέστρεψες στο πλάι μου. Επειδή ως γνωστόν η περιέργεια σκότωσε τη γάτα πέθαινα να μάθω τι ετοίμαζες. Η είδηση δεν άργησε να έρθει: διακοπές, οι πρώτες μας διακοπές μαζί μετά από τόσο καιρό. Όλα ήταν σχεδιασμένα. Δεν πίστευα στα μάτια μου, νόμιζα ότι ονειρευόμουν, αλλά δεν απόρησα καθόλου, γιατί η πραγματικότητά μου ήταν πλέον από μόνη της ένα όνειρο. Αποκοιμήθηκα στη σκέψη ότι την επόμενη μέρα θα με νανούριζαν τα χάδια σου και ο ήχος των κυμάτων που θα έμπαινε από το παράθυρό μας.

Χθες ταξίδευα προς τη ζωή μου, μια μέρα αργότερα αυτή με ταξίδευε. Σε όλη τη διαδρομή ήμουν τόσο ανήσυχη, σαν μικρό παιδί που πηγαίνει την πρώτη του εκδρομή. Προσπαθούσα να ρουφήξω κάθε φύσημα θαλασσινού αέρα, να αποτυπώσω κάθε παφλασμό του γαλάζιου νερού, να ατενίσω τη θέα και του πιο μικρού νησιού που ξεπεταγόταν από το πέλαγος, να τυφλωθώ από τον ήλιο. Που και που πλησίαζα το μπαλκονάκι, άνοιγα τα χέρια μου να νιώσω εκείνο το πέταγμα και γυρνούσα να σε δω να κοιτάζεις μια εμένα, μια το γλάρο πίσω μου και μετά αισθανόμουν πως μου έλειψες και γυρνούσα πίσω κοντά σου.

Δεν αργήσαμε να φθάσουμε στο νησί μας, που φαινόταν να μας περιμένει, λες και είχε στολιστεί με εκείνα τα υπέροχα γαλαζοπράσινα νερά, τη χρυσή αμμουδιά και τις βραχώδεις σπηλιές να υποδεχτεί τον ερχομό μας. Μέναμε σε ένα χωριουδάκι, λίγο πιο έξω από τη χώρα, κοντά στη θάλασσα.

Εκείνο το καλοκαίρι μύριζε αρμύρα, καρπούζι και γιασεμί. Άλλοτε τρέχαμε στην ακρογιαλιά σηκώνοντας άμμο και νερό στο πέρασμά μας και εγώ σταματούσα να μαζέψω κοχύλια ενώ εσύ γελούσες με την παιδική μου αυτή συνήθεια. Άλλοτε καθόμασταν κάτω από ένα πεύκο με σκιά γιατί φοβόμουν μήπως καείς και λέγαμε ιστορίες για τα παιδικά μας χρόνια. Άλλοτε πάλι κολυμπούσαμε μέχρι τις σπηλιές και καθόμασταν στους βράχους, χαζεύαμε τα ψάρια που μας περικύκλωναν και σου ψιθύριζα την ευτυχία μου που η ηχώ έκανε τόσο δυνατή και δεν περιμέναμε να βγουν οι νεράιδες που λένε πως κατοικούσαν εκεί, γιατί όλη η μαγεία βρισκόταν μπροστά μας. Άλλοτε προσπαθούσες να ανάψεις φωτιά γιατί το δροσερό εκείνο βράδυ η ζακέτα σου δε μου ήταν αρκετή, αλλά δεν τα κατάφερνες. Και όμως έτσι ήταν πιο ωραία, γιατί το μόνο που λαμπύριζε ήταν τα άστρα στον ουρανό και τα μάτια σου.

Έτυχε να είχε πεφταστέρια εκείνη τη μέρα. Δε σου είπα όμως την ευχή μου, αφού ήθελα να πραγματοποιηθεί, αν και ήμουν βέβαιη πως την ήξερες. Ήξερες πως το μόνο που θα επιθυμούσα θα ήταν να κρατούσε εκείνη η στιγμή που είχα ξαπλώσει στα πόδια σου για πάντα, να μην μας επηρέαζε ο χρόνος και η φθορά του, να μη μας διέλυαν οι αποστάσεις και οι εγωισμοί. Άλλοτε χαζεύαμε το τεράστιο αυγουστιάτικο φεγγάρι που καθρεφτιζόταν τόσο όμορφα στη θάλασσα, χανόταν μέσα της, σαν να άνηκε εκεί, σαν να αναδυόταν μέσα από το βυθό.

Είμαστε και εμείς σαν το φεγγάρι και τη θάλασσα. Είναι και το καθένα μόνο του ξεχωριστά όμορφο αλλά και τα δυο μαζί είναι το πιο εκθαμβωτικό θέαμα της πλάσης. Είναι σα να γεννήθηκε το ένα για να βρεθεί κάποτε μαζί με το άλλο. Εσύ θα ήσουν σίγουρα η θάλασσα, γαλήνια και γεμάτη μυστήριο. Εγώ το φεγγάρι κάποιες φορές μισοφέγγαρο, μακριά σου και άλλες πανσέληνος, μαζί σου. Άλλοτε η ανατολή με έβρισκε στο νερό, δίπλα σου σκεπασμένη με το σεντόνι ή στο πούλμαν για την εκδρομή που είχες σχεδιάσει, ενώ η δύση στα σκαλιά ενός ερημοκλησιού, ξεχασμένου σε ένα βουνό, σε μια ταβέρνα να γελάμε με τα αστεία σου, στα σοκάκια να αναζητώ ένα μαγνητάκι για τη συλλογή μου στο ψυγείο.

Ήξερα πως αυτό θα ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Θα είχε μια μαγική ιδιότητα θα το κοιτούσα και θα με ταξίδευε πίσω στην αγκαλιά σου, όσο μακριά και αν ήμουν, όσος καιρός και να είχε περάσει από τότε που σε είδα για τελευταία φορά. Όπως το κοχύλι που είχα μαζέψει την προηγούμενη μέρα. Μόνο που σε εκείνο αντί για τον ήχο των κυμάτων όταν το ακουμπούσα στο αφτί μου ακουγόταν η δική σου φωνή να μου εξομολογείται την αγάπη σου. Άλλοτε παραπονιόμουν γιατί δεν ήθελες να πλησιάσεις να δούμε τον ανθισμένο γκρεμό , να κάνουμε βουτιά από ψηλά ή να σε θάψω στην άμμο. Εσύ να θέλεις να μου εξηγήσεις και εγώ να σου τραβάω το χέρι, δίχως να σου δίνω άλλη επιλογή. Όπως έκανες και εσύ. Ποτέ δε μου έδωσες άλλη επιλογή από το να είμαι μαζί σου και ποτέ δεν είχα εκμεταλλευτεί τόσο σωστά άλλη μου επιλογή.

Δεν ήταν μόνο η φωτογραφική μου που γέμισε εικόνες από εσένα, ήταν και η ψυχή μου που γέμισε εικόνες από την κοινή μας ζωή, εκείνη που δεν είχαμε ακόμα την ευκαιρία να βιώσουμε. Αναρωτιόμουν αν η θέση μου ήταν εκεί και εσένα εδώ ή αν απλά το σωστό ήταν το μαζί. Πάντα με ταλάνιζε αυτή η απορία, πόσο μάλλον τώρα στο γυρισμό. Γνώριζα πως άφηνα πίσω ένα πανέμορφο μέρος, αλλά πως σε λίγο θα άφηνα και εσένα. Ποτέ δε θέλω να σε αφήνω πίσω. Πίσω από τι; Από τις δουλειές και τις υποχρεώσεις; Ξέρεις πως για εμένα είσαι χιλιόμετρα μπροστά.

Σε άφησα αποκοιμισμένο πάνω στο σάκο σου και βγήκα στο κατάστρωμα. Απέναντι ξεκινούσε να αχνοφαίνεται η ακτή της Βουλιαγμένης. Εκείνο το βράδυ είχε κρύο ή εγώ ίσως να ένιωθα έτσι. Ασυνήθιστο για Αύγουστο μήνα. Κοίταξα πάλι το φεγγάρι. Είχε αρχίσει να φαίνεται όλο και λιγότερο. Σύντομα θα γινόταν μισοφέγγαρο. Γέλασα στη σκέψη αυτής της σύμπτωσης και δάκρυσα ταυτόχρονα. Ο κύριος δίπλα μου, που κάποιον μου θύμιζε, με κοιτούσε απορημένος καθώς τα δάκρυα εξελίσσονταν σε ένα λυγμό, τον οποίο συγκράτησα απότομα όταν σε είδα να πλησιάζεις. Μείναμε λίγο αγκαλιά και γύρισα πάλι μέσα γιατί δεν εμπιστευόμουν αυτούς που είχες ζητήσει να προσέχουν για λίγο τα πράγματά μας.

Φθάσαμε στον Πειραιά και από εκεί στο σπίτι σου τόσο γρήγορα, δεν κατάλαβα καν πως πέρασε αυτή η ώρα, πως πέρασαν αυτές οι μέρες, πως πέρασε όλος αυτός ο καιρός που είμαστε μαζί. Και δεν πιστεύω ότι ποτέ θα καταλάβω. Το μόνο που κατάλαβα το επόμενο πρωί ήταν το ξυπνητήρι που σήμαινε άλλη μια διαδρομή, πάλι προς το αεροδρόμιο. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν τόσο βασανιστική. Προσπάθησα να επαναφέρω το κενό στο μυαλό μου για να μην πονάω που φεύγω, ξανά, χωρίς να έχω προλάβει καν να επιστρέψω. Το αποχαιρετιστήριο σου φιλί όμως ήταν σαν να ξύπνησε το ηφαίστειο που κατάφερα να συγκρατήσω το προηγούμενο βράδυ στο κατάστρωμα, στο τρένο που γυρίζαμε, όταν κάναμε έρωτα. Λίγο αφού απομακρύνθηκες η λάβα εξερράγη. Αδυνατούσα να σταματήσω τα δάκρυα που κυλούσαν, μου φαινόταν σαν να είχαν τη γεύση του νερού που κολυμπούσαμε. Ούτε που το κατάλαβα πως βρέθηκα στη θέση μου στο αεροπλάνο. Κατόρθωσα να ηρεμήσω για λίγο και έκλεισα τα μάτια μου.

Ξάφνου ένιωσα ένα σκούντημα στον ώμο, ξανάνοιξα τα μάτια μου και δίπλα μου στεκόταν ο από κάπου γνωστός κύριος του καταστρώματος. Σύντομα κατάλαβα το λάθος μου: την προηγούμενη νύκτα είχα μείνει παραπάνω ώρες στο γραφείο και χωρίς να το πάρω είδηση με πήρε ο ύπνος εκεί. Ανασηκώθηκα ξαφνιασμένη, ζήτησα συγγνώμη από το αφεντικό που μου επέτρεψε να επιστρέψω σπίτι να ξεκουραστώ.

Μέσα στα χαρτιά που διάβαζα είχε κρυφτεί μια καρτ ποστάλ, βρεγμένη από μερικά δάκρυα που μου είχε έρθει από εσένα, από ένα όμορφο νησί με σπηλιές και γαλαζοπράσινα νερά που πήγες φέτος με τους φίλους σου και που ευχόσουν να είμαστε μαζί. Ήξερα πως δε θα επέστρεφα στη δουλειά μετά από αυτό και πήγα σπίτι να ετοιμάσω τη βαλίτσα.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Νεφέλης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!