Γράφει η Μαρία Κ.

 

Ήρθε εκείνη η στιγμή που έτρεμα να ζήσω. Κι όμως, ένιωσα τόση χαρά που τα έχασα με τον εαυτό μου. Ξύπνησα ένα πρωί κι έτσι απλά μου γύρισε το μυαλό. Έτσι απλά δεν ένιωθα τίποτα πια για σένα. Ήσουν κι επίσημα ένας ξένος.

Κι ενώ φοβόμουν τον καιρό που περνούσε γιατί το κάθε δευτερόλεπτο σ’ απομάκρυνε όλο και πιο πέρα, ξαφνικά νιώθω τόσο γενναία που σ’ «έφτυσα» έτσι από μέσα μου μαζί με το πρώτο καλημέρα στη νέα μου αγκαλιά.

Δεν μπορούσα να δοθώ, δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ, δεν μπορούσα να χαρώ τον έρωτα που νόμιζα πως δεν ένιωθα. Έμπαινες φραγμός σε κάθε τι συναισθηματικό. Όμως επιτέλους, επειδή η ζωή είναι μεγάλη χαρτορίχτρα, μου έστειλε τον άσσο και σε νίκησα.

Αλλά επειδή η ζωή είναι και μεγάλη πουτάνα, τώρα είναι η σειρά σου να πονέσεις. Γιατί ξέρω πως θα το διαβάσεις αυτό. Μάθε πως πλέον άλλος μου κρατάει το χέρι και γουστάρω επιτέλους. Κι όσες ευχές κι αν έκανες από μέσα σου να μη μου φερθεί σωστά και να μ’ αφήσει, έπεσαν όλες στο κενό.

Σ’ ευχαριστώ που μ’ άφησες. Τώρα κατάλαβα πόσο πολύ μ’ έκανες να πηγαίνω πίσω τη ζωή μου. Οι αγκαλιές είναι τώρα πιο ζεστές, τα φιλιά πιο γλυκά και τα σεντόνια καίνε. Ανθρωπάκι μου, είχα χάψει εκείνο το παραμύθι πως μόνο τα δικά σου τα ψεύτικα και τα υποτονικά υπάρχουν στη ζωή. Αλλά σε λυπάμαι, γιατί εσύ ακόμα πίσω σε μένα θα μείνεις όσο κι αν παραμυθιάζεσαι πως τάχα είσαι καλά και με τα ξενοπηδήματά σου.

Ένα χαμόγελο φτάνει να με κάνει ευτυχισμένη κι αυτό, μόνο το δικό σου δεν είναι. Και τ’ ότι κάποτε δόξαζα τον έρωτα στο πρόσωπό σου, πλέον καταλαβαίνω πως ήταν μια απλή αίρεση που καμιά σχέση με έρωτα δεν είχε.

Οι δείκτες του ρολογιού χαϊδεύουν τόσο απαλά τις ώρες πια. Δεν τον φοβάμαι τον χρόνο, εγώ τον νίκησα. Κι ας τον νίκησα πρώτη με μια άλλη αγάπη, καρφί δε μου καίγεται. Δε με νοιάζει που περνάει ο καιρός μακριά σου. Ό,τι νιώθω τώρα έχει κάνει τις στιγμές να μοιάζουν αιώνα μ’ ένα βλέμμα.

Γελάω, αγαπάω, ζω. Έκλαιγα, αναθεμάτιζα, πέθαινα. Νιώθεις τη διαφορά τώρα; Γιατί εγώ τη βίωσα μέχρι αηδίας στο πετσί μου και τη χόρτασα. Φτάνει. Τον θρήνησα τον μουσαντένιο έρωτά μας πολύ περισσότερο απ’ όσο του άξιζε.

Έβαζα την απουσία σου πάνω απ’ όλα κι όλους. Δεν υπολόγιζα τίποτα πέρα από τ’ ότι λείπεις εσύ κι όλα έμοιαζαν ίδια. Μαλακία μου όμως, δεν έπρεπε. Απλώς μερικές φορές η καρδιά χρειάζεται περισσότερο χρόνο να επεξεργαστεί γεγονότα που το μυαλό ήδη ξέρει. Κι εμένα κόλλησε η καρδιά μου στο παρελθόν κι έχασα το παρόν μου.

Έπαιζα τις στιγμές μας σ’ επανάληψη μ’ άλλον αγκαλιά κι ήταν λάθος μου. Τώρα όμως που έφυγε κι η τελευταία σου στάλα από το μέσα μου, δε θα ξαναγίνει. Πήγα εκεί που μου αξίζει. Εκεί που με προσέχουν, εκεί που με φροντίζουν. Εκεί που έκαναν όσα εσύ δε μπόρεσες γιατί ήμουν το δεδομένο σου.

Στο καλό, λοιπόν, κι ελπίζω να σε παρηγορεί που πλέον είμαι καλά. Βρέθηκε τρόπος να μου μαντάρει εκείνος την καρδιά και πια δε μπάζει συναισθήματα δικά σου. Και δε θα σ’ αφήσω να μας ξαναενοχλήσεις. Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχεις πια.

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Κ.: Ελευθερία Παπασάββα.