Έχω ένα μέρος κρυμμένο στο χάρτη, που μακριά του δεν θέλω να φεύγω ποτέ. Το πρώτο αντίκρυσα με κρατημένη την ανάσα, αργά στη ζωή μου, μια Κυριακή πρωί.
Μέχρι τότε δεν ήξερα πως υπάρχει, ούτε το είχα φανταστεί. Αυτός ο τόπος δε μοιάζει με κανένα, ίσως επειδή δεν το κοιτάζουν τα μάτια, αλλά η ίδια μου η ψυχή.
Είναι τεράστια η γη του και γύρω του μια θάλασσα χαράς κι ο χρόνος μου να βουτήξω πάντοτε λιγοστός.
Μα που υπάρχει μου αρκεί.
Οι λεωφόροι του όταν φθάνω, ψιθυρίζουν καλωσορίσματα και ευχές κι έπειτα πάλι με ξεπροβοδίζουν τις αυγές. Τους δρόμους του πρώτο περπάτησα με λαχτάρα και στα στενά του χάθηκα μονάχη πάμπολλες νύχτες με βροχή.
Οι άνθρωποι του μου χαμογελούνε, ακόμη κι όταν δεν χαμογελούν. Και εγώ τους πιστεύω, ακόμη κι όταν δεν μιλούν.
Τα παραθύρια στα σπίτια τους ανοίγουν ως την άκρη του ουρανού.
Άλλο δε θέλω, παρά να χορταίνω εκεί με φρέσκο ζυμωτό ψωμί, που μοσχοβολάει στους φούρνους της γειτονιάς. Και έπειτα να ντύνομαι τα γιασεμιά που ανθίζουν στις σκάλες και ξυπόλυτη να χάνομαι σε διαδρομές.
Για όλα τούτα, ένα κομμάτι της ψυχής μου πάντοτε θα ξυπνάει εκεί. Σαν σε καταφύγιο μυστικό, θα ξαποσταίνει και θα παίρνει φόρα από την αρχή.
Εκεί που τίποτα παραπάνω δεν περιμένω να συμβεί, γιατί ό,τι θέλω μέσα στα χέρια μου το κλείνω σφιχτά. Και έχω ανάγκη στο ίδιο μέρος να επιστρέφω ξανά, ίσα για να κουρδίζω την καρδιά.
Όχι μονάχα επειδή με γοητεύει ο τόπος, αλλά για τα ταξίδι στη μαγεία της στιγμής. Που με ξυπνάνε οι μυρωδιές και με νανουρίζουν μουσικές. Που φοράω τον ήλιο στο βλέμμα και τον πλέκω στα μαλλιά. Που τα χρώματα ξεπροβάλλουν γύρω μου πιο λαμπερά.
Για τη θάλασσα, που μου ξεπλένει τα δάκρυα και την άμμο, που με τυλίγει τρυφερά.
Για τις νύχτες τις ατόφιες, που μέσα τους ρέει το κέφι, όπως από το βαρέλι ρέει το κρασί.
Και που όταν κοιτάζω το φεγγάρι, το βλέπω κάθε φορά πρώτη φορά, αλήθειες στα χέρια να μου ακουμπά.
Και έπειτα τα ξημερώματα να χαρίζομαι σε ένα ύπνο γλυκό, δίχως έγνοια καμιά.
Εκείνα τα μερόνυχτα μπαινοβγαίνω στο δικό μου παραμύθι, έχοντας εξοντώσει Δαίμονες και Δράκους, σε μια βραδιά. Και βουρκώνουν τα μάτια, σαν ποτάμια που πλημμυρίζουν, μονάχα που είναι από δάκρυα χαράς.
Χωρίς εξήγηση, χωρίς γιατί. Σαν έρωτας ανέλπιστος, μια μέρα φθινοπωρινή. Και δε με νοιάζει πια αν βαδίζω με παρέα, γιατί ο ίδιος ο τόπος στέκει συντροφιά μου εκεί. Μου μιλάει στις λεπτομέρειες, στις φόρμες και στα σχήματα που παίρνει ο ουρανός.
Στο χρόνο που κυλάει φιλικός. Και ας μη χρειάστηκε κάτι πιο σπουδαίο να συνέβη εκεί.
Δεν είναι τα γεγονότα, αλλά τα συναισθήματα που σφραγίζουν την ψυχή.
Για αυτό και δέθηκα με τον τόπο, σαν με λεπτές χρυσοκόκκινες κλωστές. Με κείνο το αόρατο δίχτυ που δένονται οι εραστές.
Γιατί σε εκείνη την άκρη του χάρτη, αν ο Έρωτας ζει, ξυπνάει μαζί μου κάθε πρωί.