Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Αναστασία Παναγιώτου.
Καλοκαίρι. Λένε πως όταν περιμένεις κάτι να έρθει, ο δείκτης του ρολογιού σε βασανίζει, αφού γυρνά-γυρνά και στο λεπτό του εσύ νομίζεις πως πέρασε τουλάχιστον καμιά ώρα. Απ’ την άλλη, όταν περνάς υπέροχα και εύχεσαι να παγώσει ο χρόνος η ώρα γελά μ’ εσένα και κυλά σαν το νερό. Ας αφήσουμε λοιπόν, τα κλισέ και ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή. Πέρυσι το καλοκαίρι δεν είχα κανονίσει κάτι. Βασικά είχα, αλλά λόγω τύχης ή ατυχίας τα σπάσαμε μ’ ένα άτομο. Σε μια συζήτηση πάνω στον καφέ με τη φίλη μου τη Νίκη, ήρθε το θέμα των διακοπών και σηκωθήκαμε από το τραπέζι έχοντας κανονίσει διακοπές και προορισμό μάλλον τη Σκιάθο. Καταλήξαμε σε μία εβδομάδα διακοπών την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου.
Ώρα 5.15, 11 Αυγούστου στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η Νίκη να κοιτάζει τα φρου-φρου και τα αρώματα και εγώ να σκέφτομαι πως το αεροπλάνο θα πέσει. Δεν είχα ξαναμπεί. Πρωί-πρωί το στόμα της δε σταμάταγε. Όσα προσωπικά της ήξερα, τα ξανάκουγα. Με τα πολλά, μετά την απογείωση και όταν το αεροπλάνο ήρθε στα ίσα του εγώ χάθηκα στη θέα από το παράθυρο. Σκοτάδι, με χιλιάδες φώτα να απομακρύνονται σιγά-σιγά και εσύ να νιώθεις πως για λίγο είσαι μακριά απ’ όλα. Αυτό κόπηκε ξαφνικά όταν η αεροσυνοδός μας προσέφερε κρουασάν και λίγο χυμό. Όχι, όχι δε θα γκρινιάξω! Διακοπές πάμε!
Φτάσαμε, τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε για το πρώτο μπλουμ στη Σκιάθο.Οι Κουκουναριές, γνωστή παραλία του νησιού, έσφυζαν από ζωή. Δίπλα στις ξαπλώστρες έβλεπες κάθε λογής άνθρωπο που σου ‘ρχεται στο μυαλό. Όλα τα ζευγαράκια να γελάνε, άλλες να πασπαλίζονται με τρία λίτρα λάδι και να τηγανίζονται, το τάκα-τούκα από τις ρακέτες να ΄ναι πλέον μόνιμος ήχος στο αυτί σου και εσύ απλά κοιτάς!
Πίσω στα δωμάτια είχαμε γνωρίσει και κάτι άλλα παιδιά,που σε λίγες ώρες είχαμε γίνει «κολλητοί», όπως τότε στο δημοτικό, γιατί πολύ απλά δε σκέφτεσαι πονηρά και απλά θες να περάσεις καλά.Τα παιδιά λοιπόν,είχαν και άλλους γνωστούς στο νησί από περσινές τους διακοπές. Ταίριαξα (και περίεργο για ένα τόσο απόμακρο άτομο σαν εμένα) αμέσως με τον Μάνο, τον Αλέξη και τη Μαίρη. Συνήθως στις βόλτες μας στα πλακόστρωτα του νησιού αφήναμε πίσω το ζευγαράκι και παίρναμε αγκαζέ τη Μαίρη. Δεν έχω ξαναγελάσει τόσο πολύ με άτομο! Η Μαίρη μας έκανε σετ κοιλιακών από το γέλιο. Μέσα σ’ αυτά οφείλω να πω πως ζήλευα το ζευγαράκι πίσω. Δίχως έρωτα το καλοκαίρι είναι σαν λιμάνι δίχως καράβι.
Άκουσα τσιρίδες! Τα παιδιά που είχαμε αφήσει πίσω συνάντησαν γνωστούς σ’ένα μπαράκι με μαξιλάρες έξω. Οπότε καταλαβαίνετε… Πάμε και εμείς με τη Μαίρη, ακόμα αγκαζέ, για να γνωρίσουμε και τους φίλους των παιδιών! Φτάνουμε και πάει ο Αλέξης να μας συστήσει. Εκεί πάγωσα! Και εκεί πάγωσε και η Νίκη. Έτυχε στην παρέα των παιδιών να ‘ναι ένας παλιός έρωτας. Μας συστήνει λοιπόν ο Αλέξης. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και χωρίς πολλή σκέψη δίνω το χέρι μου για χειραψία στο άτομο που κάθε μέρα ξυπνάγαμε αγκαλιά. Τα ‘χασε! Και συστηνόμαστε σαν ξένοι. Η Νίκη ακόμα κοίταζε σαν τσιπούρα. Τι να κάνω;
Της δίνω να πιει ποτό και με κοιτάζει σαν κουτάβι. Αφού περάσαμε όλο το ζωικό βασίλειο δεν μπορώ να κρύψω πως ήθελα να κοιτάζω μόνο προς μία μεριά. Ένιωθα πως κάποια μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου. Καρδιοχτυπούσα,ένιωθα πάλι την έλξη εκείνη που έχεις στις αρχές όταν γνωρίζεις κάποιον. Εκείνη τη στιγμή οι καυγάδες μας, οι ζήλιες, η συμπεριφορά του και τα «γιατί» έγιναν τα χιλιάδες φωτάκια στο σκοτάδι που έβλεπα από το παράθυρο και τα άφησα πίσω μου. Ή τουλάχιστον εκείνη την ώρα ήταν σίγουρα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μυαλό και την καρδιά μου! Η Νίκη ευτυχώς έπινε και δε μίλαγε, τα παιδιά γέλαγαν με τις ιστορίες της Μαίρης και δύο άτομα σε πλήρη αμηχανία με χαμόγελο Τζοκόντα. Μαντέψτε ποια. Μπίνγκο!
Θέλησα να του μιλήσω αν και δεν έπρεπε αλλά αυτό, δεν το ελέγχεις! Ο εγωισμός χτυπά μηδέν σε ορισμένες καταστάσεις και ύστερα από μερικά ποτά δε σε κρατά τίποτα. Έκανα ένα σωρό σενάρια για το πώς θα πλησιάσω ενώ ήξερα τι ήθελε να ακούσει, να πει. Είναι το άτομο αυτό που δε μιλάτε αλλά γνωρίζεστε σαν κάποιους που έχουν καθημερινή επαφή. Σηκώνομαι και σηκώνεται. Αμηχανία! Με τα πολλά, έρχεται δίπλα μου να μιλήσουμε.
Ανάμεικτα συναισθήματα πάνε να σκάσουν από το στόμα μου, τα μάτια μου, το σώμα μου. Δεν άκουγα τι έλεγε, ήμουν εκεί και δεν ήμουν, δεν ξέρω αν με πιάνετε. Πιάνω το χέρι του και του κάνω νόημα «πάμε». Ακολουθεί.
Οι άλλοι στην κοσμάρα τους ευτυχώς και πάει πάλι να μιλήσει. Τότε ένα κύμα θάρρους ξεπήδησε από μέσα μου και του είπα «Τίποτα απ’ όσα μου πεις απόψε δε θα φέρει τα τόσα «απόψε» μακριά σου απλά μάλλον αυτή ήταν η τύχη μας» .Τότε σώπασε. Μερικές φορές όντως η σιωπή τα λέει όλα! Τον φίλησα ξέροντας πως αυτή τη γλυκιά αλμύρα δε θα την απολαμβάνω συνέχεια απλά θέλησα εκείνο το βράδυ να την έχω μόνο για ‘μενα.
Η ζωή μας βλέπει και γελά για όλα τα απρόβλεπτα σενάρια που μας ετοιμάζει! Είναι ένα παιχνίδι που θα χάσεις, θα κερδίσεις, θα κλέψεις για να κερδίσεις και θα τα παίξεις όλα για όλα και ας χάσεις. Ερωτικό καλοκαίρι για ‘μένα ήταν εκείνο το βράδυ αλλά έρωτας είναι η ίδια η ζωή, που μου δίνει ευκαιρίες να ζω με όλο μου το είναι τέτοιες βραδιές, τέτοια ταξίδια, τέτοια αλμύρα, τέτοια φώτα στο σκοτάδι.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Αναστασίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!