Βγήκα όπως κάθε βράδυ. Είναι η αγαπημένη μου συνήθεια. Βόλτα με το αμάξι στους δρόμους της Αθήνας.
Το κάναμε και μαζί κάποτε. Θυμάσαι;
Περίμενες το βράδυ να με πάρεις από τη δουλειά και να ξεχυθούμε στο άγνωστο. Περίμενα κι εγώ να ακούσω τον ήχο της μηχανής, να αισθανθώ την ταχύτητα και να χαζέψω τις φωτισμένες λεωφόρους.
Η ζωή είναι μια βόλτα κι έτσι την αντιμετωπίζω. Εσύ μπορεί να έφυγες, αλλά ξέρεις τι κάνω;
Τακτοποιώ το γραφείο μου, κατεβαίνω τρέχοντας τα σκαλιά και μπαίνω στο αμάξι. Δε με νοιάζει που το μακιγιάζ μου έχει αλλοιωθεί ή που η φούστα μου είναι στραβή. Είναι εκείνη η ολόδική μου ώρα, που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μου τη χαλάσει.
Το αμάξι είναι σα το καταφύγιο μου. Εκτεθειμένη μεν, αλλά εγώ νιώθω μόνη μου με τις σκέψεις μου. Εκείνες με συντροφεύουν πια. Οι μόνες που απέμειναν να σε θυμίζουν. Οι μόνες που άφησα εγώ. Γιατί εγώ σε οδήγησα να φύγεις.
Τρέχω στην παραλιακή λες και με κυνηγάνε. ΄Ισως με κυνηγάς εσύ μέσα μου και η ταχύτητα μου χαρίζει μια ψευδαίσθηση πως φεύγω από ό,τι με βασανίζει. Μια ψευδαίσθηση που την έχω τόσο ανάγκη. Δεν είναι λύση σίγουρα αλλά εγώ έτσι το βλέπω.
Η γνωστή μας στάση για καφέ είναι εκεί και λες και με χαιρετά. Δε σταματώ. Την προσπερνώ. Εχω βρει άλλο στέκι πια. Ο καφές δε θα είναι ποτέ ο ίδιος ξανά.
Είναι σαν να ακολουθώ μόνη μου μια ιεροτελεστία για δύο. Νόημα κανένα.
Η Συγγρού πάντα στη θέση της με καλοσωρίζει. Με μερικά φώτα λιγότερα, αλλά πάντα έτοιμη να μαντέψει τις σκέψεις μου. Λες και συμμετέχει στην θολή μου διάθεση και τα φώτα της είναι αχνά. Δε μπορεί, κάποια στιγμή θα τα ξαναδώ λαμπερά. Ίσως φταίει κι αυτή η Ομόνοια. Πολύ καταχνιά και θλίψη. Πρεζάκια, μετανάστες, μικροπωλητές όλοι σε ένα μωσαικό απόγνωσης και μάχης για επιβίωση. Θυμάσαι που φοβόμουν κι έκλεινα τις ασφάλειες όταν περνούσαμε μαζί; Τώρα δεν φοβάμαι πια. Ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου, το έχω χάσει. Δεν εχω να ρισκάρω κάτι.
Οι μυρωδιές της πόλης με κάνουν να ξεχαστώ προς στιγμή. Μπαχάρια, φαγητά και δυσωδία από υπονόμους μπερδεύονται και μαζί με αυτές κι οι σκέψεις μου.
Ξεχάστηκα στο φανάρι. Οι κόρνες με έβγαλαν από το λήθαργο. Πάντα η μουσική στη διαπασών βλέπεις. Μου θυμίζει κόσμους που αρνήθηκα και κόσμους που θέλω να επισκεφτώ. Ονειρα που παράτησα κι άλλα τόσα που με περιμένουν στην γωνία. Εσένα που ήθελα και σε αρνήθηκα. Μη ρωτήσεις γιατί. Γιατί έτσι έπρεπε. Δεν το ήθελα, να το θυμάσαι.
Φοβάμαι να πάω σπίτι.
Στρίβω για Πειραιά. Πρέπει να κλέισω ανοιχτούς λογαριασμούς απόψε. Το Πασαλιμάνι με περιμένει. Λες κι από καιρό να περίμενε τη συνάντησή μας. Εκεί στο ρολόι, που δίναμε ραντεβού.
Το σπίτι σου δυο βήματα από εκεί. Απαγορευμένη ζώνη. Δε μου επιτρέπεται να πλησιάσω. Και να επιτρεπόταν δηλαδή, τα πόδια μου δεν βαστάν να με οδηγήσουν εκεί.
Εκεί στο πατρικό σου. Εκεί που μοιράζεσαι το κρεβάτι σου με μια άλλη γυναίκα. Λες και δεν πέρασα ποτέ από τη ζωή σου κάνεις. Πώς είναι δυνατόν να ξέχασες; Πόσο λίγο με αγάπησες; Τόσο λάθος έκανα μαζί σου; Δεν μπορεί. Το έβλεπα πώς με λάτρευες.
Μπαίνω στο αμάξι και κλείνω με δύναμη την πόρτα σα να χτυπάω εσένα.
Το ραδιόφωνο παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι του Μαχαιρίτσα «και πως να σε διεκδικήσω, πρέπει φωτιές να διασχίσω, με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και είδα ξανά μια μαύρη πέτρα».
Σηκώνομαι και φεύγω. Θέλησα να φύγεις και τα κατάφερα. Τι ζητάω τώρα; Ούτε εγώ ξέρω.
Το αμάξι μου καταπίνει λαίμαργα το δρόμο.
Άλλη μια βόλτα χωρίς απαντήσεις.