Πλούσια, ζάπλουτη η ελληνική γλώσσα, όμως δυσκολευόταν να περιγράψει αυτό που ένιωθε από χθες τα ξημερώματα ο Γιώργος. Εννέα μήνες αναμονής κι αγωνίας ήταν αυτοί, άσε το μαρτύριο που πέρασαν με την Άννα με τις αποβολές, πριν ο γιατρός ανακοινώσει περιχαρής πως τα δύσκολα πέρασαν.
Άξιζαν τον κόπο. Χίλιες φορές τον άξιζαν. Ένας μπέμπης ροδαλός και στρουμπουλός άξιζε όλες τις δυσκολίες του κόσμου.
Αυτό μονολογούσε ο ευτυχής πατέρας καθώς κατηφόριζε προς το καφενείο όπου είχε δώσει ραντεβού με την παλιοπαρέα. «Τέσσερα κιλά, ρε Γιώργη; Αυτός τον άλλο μήνα θα πάει φαντάρος» είπε ο Κώστας με καμάρι, ενώ ο Νίκος πρόλαβε να το κλείσει το συνοικέσιο του τετράκιλου λεβέντη με την κοριτσάρα του που ήταν καθ’ οδόν. Κι έφτασε η σειρά του Μιχάλη να ευχηθεί. «Γερό να ‘ναι το παλικάρι σου να το καμαρώνεις. Και τυχερός να είσαι, φιλαράκι, να μη μπλέξει με τίποτα αλήτες και στον κάνουν αδερφή. Είδες ο μπατζανάκης σου τι έπαθε!»
Και πάλι η ζάπλουτη γλώσσα μας ήταν αδύνατο να περιγράψει εκείνο που άστραψε στα μάτια του περήφανου πατέρα. Η έκπληξη διαδέχτηκε την οργή κι αν μπορούσε να τον κεραυνοβολήσει με το βλέμμα, κατακαρβουνιασμένο θα τον άφηνε τον φίλο του.
Δεν ήταν που προσβλήθηκε, ούτε φυσικά φοβήθηκε το «κακό». Αλλά, ρε γαμώτο, την είχε φάει κι ο Γιώργος την παραμύθα πως η κοινωνία μας άλλαξε, πως προόδευσε.
«Κι αδερφή να ‘ναι, εγώ το ίδιο θα τον αγαπώ. Μόνο σαν του λόγου σου μην καταλήξει, θα προσέχω», φώναξε κι αφήνοντάς τους σύξυλους, έτρεξε προς το μαιευτήριο, να αγκαλιάσει το γιο του, να χώσει το κεφάλι του στο τρυφερό δερματάκι, ελπίζοντας η μωρουδίλα να καλύψει τη μπόχα του φασισμού.
Τυχαία η ιστορία, όμως στην Ελλάδα του 2015, οι Γιώργηδες που όχι μονάχα απογοητεύονται από τέτοιες συμπεριφορές κι απόψεις, αλλά τολμούν να υψώσουν ανάστημα, είναι οι λίγοι και οι τύποι σαν το ομοφοβικό παρεάκι του οι πολλοί και δυστυχώς αυξανόμενοι.
Η Ελλάδα του 2015 όσα Φεστιβάλ Υπερηφάνειας κι αν «ανέχτηκε» παραμένει μια κοινωνία βαθιά συντηρητική, ιδιαιτέρως μικροαστική και βαθύτατα ομοφοβική.
Όσες φορές, λοιπόν, κι αν κατέβηκε ο wannabe Ευρωπαίος στο Σύνταγμα, όσες φορές κι αν βροντοφώναξε -σε κακουργηματικά αγγλικά- πως ναι, θέλει να μείνει Ευρώπη πάση θυσία (των άλλων), συντηρητικός γεννήθηκε, κι αν δεν αλλάξει κάτι συντηρητικός θα πεθάνει. Άλλωστε, το «Μένουμε Ευρώπη» αφορούσε τα ευρώ της τσέπης του και διόλου τον αέρα δημοκρατίας που εκείνη αποπνέει.
Βλέπεις, με το πέρας του συλλαλητηρίου, συνάντησε ο Μήτσος στο δρόμο του δυο νεαρούς που κρατιούνταν χέρι-χέρι κι αφού έφτυσε τον κόρφο του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο δικός του ο γιος όπως κι αν καταλήξει, «κουνιστός» δε θα βγει.
Γιατί, μπορεί η πάλαι ποτέ διαρκής αγωνία να μη βγει ο μάγκας…νεράιδα, να έχει αντικατασταθεί απ’ άλλες, πιο επίμονες σκοτούρες, όμως ο φόβος επιστρέφει συχνά-πυκνά και τον τυραννάει τον Ελληνάρα. Κι έτσι, σε μια αυτοσχέδια απόπειρα να ξορκίσει το «κακό», φορά στην ομοφοβία του τον μανδύα του εξυπνακισμού και την βγάζει τσάρκα. Να μολύνει κι άλλους, να τους χαλάσει τη χαρά και τελικά να τους πει πως το λεχούδι τους, από τη θαλπωρή της κοιλίτσας της μαμάς, θα βγει σ’ έναν κόσμο άγριο, σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική.
Ας μη γελιόμαστε. Στους περισσότερους από εμάς, αν δινόταν η επιλογή, θα ψηφίζαμε πως δε θέλουμε τα παιδιά μας να είναι ομοφυλόφιλοι. Ακόμη και οι πιο ανοιχτόμυαλοι, οι πιο φιλελεύθεροι, σίγουρα θα το σκεφτόντουσαν δύο και τρεις φορές πριν απαντήσουν. Όχι επειδή ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός θα τα έκανε λιγότερο παιδιά τους, αλλά ίσως επειδή γνωρίζουν καλά για το δύσκολο δρόμο που έχουν να διαβούν σε μια τέτοια κοινωνία.
Μια Ελλάδα που η κρίση ήρθε κι έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, όχι στους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, αλλά στην όποια ώθηση προς την ανοιχτομυαλιά είχαμε αποκτήσει.
Τόσα και τόσα έχουν δει τα μάτια των συμπατριωτών μας, το ρεύμα με δόσεις το πληρώνουν, αλλά μην τολμώντας να κάνουν την επανάστασή τους προς εκείνους που τους ρήμαξαν τη ζωή, τα βάζουν πάλι με τον «αδύναμο».
Κι έτσι, δε φοβούνται μήπως μεγαλώνοντας ο πεντάχρονος κανακάρης τους φτιάξει καμιά εταιρεία-φούσκα και φάει τα λεφτά των καψερών. Ας τα φάει. Αρκεί να μην το κάνει κουνάμενος και σινάμενος. Ας είναι, ρε παιδί μου, απατεώνας και κωλόπαιδο, ας είναι και κουτσός. «Ντινγκιντάνγκας» να μην είναι κι όλα τα άλλα βρίσκονται.
Όχι, καμία πρόοδος δεν έγινε. Τι νόμιζες, πως επειδή άκουσε η Χριστίνα στην τηλεόραση πως δεν είναι politically correct να απαντά το στεφάνι της πως περιμένει «παιδί κι ευτυχώς γιατί έχουμε ήδη ένα κορίτσι», προοδεύσαμε;
Περισσή υποκρισία γεμίσαμε, όχι ανοιχτά μυαλά.
Εδώ είναι η ομοφοβία. Ζει και βασιλεύει κι ενίοτε παίρνει και υπουργεία, έστω και για ένα 12ωρο.
Όταν, όμως, μιλάμε για τη σχέση των γονιών με τα παιδιά τους, αυτό καμία λογική δεν έχει κι ας έχουμε ακούσει όλοι τις ιστορίες για εκείνους τους «αυστηρών αρχών» που έδιωξαν τα παιδιά τους από το σπίτι όταν τους ανακοίνωσαν πως είναι ομοφυλόφιλοι.
Ποια αρχή υπαγορεύει σ’ έναν άνθρωπο πραγματικά προορισμένο να γίνει γονιός, να δει το σπλάχνο του υπό το πρίσμα των σεξουαλικών του προτιμήσεων, κι όχι ως το παιδί του, στο οποίο οφείλει εκ του ρόλου του να παρέχει άδολη, ανεπιφύλακτη και άνευ όρων αγάπη;
Και πώς μπορούν οι λαθεμένες και άκρως αναχρονιστικές απόψεις μιας κοινωνίας να χωρίσουν τον πατέρα απ’ το γιο;
Δεν μπορούν, είναι η σωστή απάντηση. Άλλωστε, στον πάτο που έχουμε φτάσει μόνη ελπίδα απέμεινε η αγάπη. Η ανυπόκριτη, η χωρίς αστερίσκους και χωρίς προϋποθέσεις. Εκείνη που θα λάβει απλόχερα ένα παιδί, ανεξαρτήτως των επιλογών της κρεβατοκάμαράς του, και με τη σειρά του θα μοιράσει στον συνάνθρωπο.
Tόσες χιλιάδες χρόνια πέρασαν από την εποχή που πετούσαν τα «προβληματικά» μωρά στον Καιάδα. Ακόμη να γίνουμε άνθρωποι;