Αυτός ο «κόσμος», διαρκής ανησυχία μας. «Τι θα πει ο κόσμος;», το μόνιμο θέμα συζήτησης κι άγχους στις οικογένειες των περισσότερων από μας. Θα κάνουμε μια σχέση ή θα βγούμε από μια άλλη; Τι θα πει ο κόσμος; Θα διαφοροποιηθεί η γνώμη μας; Ο κόσμος τι θα πει; Θα ‘χουμε άλλη εμφάνιση απ’ την αναμενόμενη; Κι ο κόσμος τι θα πει; Αυτός ο κόσμος κι ο λόγος του, ή αλλιώς η κοινή γνώμη, είναι ο κοινωνικός έλεγχος που μας ασκείται.
Ο άνθρωπος, από τότε που ζει σε οργανωμένες κοινωνίες κι ομάδες, ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες. Κανόνες που πηγάζουν απ’ το σύνολο των απόψεων της κοινής γνώμης. Βάζουν όρια και λειτουργούν ως δικλείδες ασφαλείας σε πολλές περιπτώσεις οργάνωσης κι ομαλής λειτουργίας του συνόλου. Αν δεν υπήρχαν, η αναρχία θα έκανε την εμφάνισή της στον μέγιστο βαθμό. Έτσι, λοιπόν, αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινωνικής ισορροπίας ο κοινωνικός έλεγχος. Καθετί, όμως, που λειτουργεί ως μέτρο προστασίας, όταν ξεφεύγει, μπορεί να γίνει κουραστικό και –γιατί όχι;– επικίνδυνο.
Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μοναδική κι η πορεία της διαγράφεται ξεχωριστά απ’ του διπλανού. Υπάρχουν στιγμές όπου η δύναμη του κοινωνικού ελέγχου δρα ως τροχοπέδη στην εξέλιξη και στις αποφάσεις των ανθρώπων. Για παράδειγμα, αρκετές φορές έχουμε ακούσει ή ζήσει περιπτώσεις οικογενειών όπου δε στηρίζουν το ίδιο τους το παιδί στην απόφασή του να χωρίσει για να μη γίνουν αντικείμενο κριτικής απ’ τους γύρω. Όταν τα σχόλια του κόσμου κι η ανησυχία για την έγκριση ή όχι των επιλογών μας παραπέμπουν σε περιθωριοποίηση, τότε ο κοινωνικός αυτός έλεγχος μπορεί να γίνει προβληματικός, αν δεν έχει προσαρμοστεί στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Όταν ο έλεγχος αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με αντιλήψεις απαρχαιωμένες, που δε συνδέονται με τη ροή της κοινωνικής εξέλιξης, τότε δυστυχώς τα αποτελέσματά του πηγαίνουν πίσω και δε βοηθάνε στην προσωπική αλλά και συλλογική βελτίωση.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου προκειμένου να μη γίνει ένα θέμα βορά στο τραπέζι σχολιασμού της κοινωνίας, προτιμούν οι εμπλεκόμενοι να το κρύψουν ή ακόμα και να το αρνηθούν ως κατάσταση. Εκεί, λοιπόν, η ύπαρξη οργανωμένων μηχανισμών άσκησης ελέγχου (ομάδες, σωματεία, νόμοι ) έχουν τον πρώτο λόγο στην εφαρμογή των κυρώσεων. Οι συμπεριφορές ονομάζονται παραβατικές κι ως τέτοιες αντιμετωπίζονται. Βέβαια, πάλι ο κοινωνικός έλεγχος είναι αυτός που θα δώσει ώθηση στην πληροφορία να φτάσει στους μηχανισμούς αυτούς. Είναι πολυσύνθετο το θέμα, τελικά.
Όπου εμπλέκονται άνθρωποι αλλάζουν τα δεδομένα. Όπου το συναίσθημα του θυμού, της ζήλιας, της ενοχής, του εγωισμού κάνει την εμφάνισή του, οι άνθρωποι δε λειτουργούμε με καθαρά κριτήρια σκέψης. Και κάποιοι που θέλουν να ασκούν τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο είναι άνθρωποι με πάθη, λάθη κι όχι τόσο καθαρή αντικειμενική σκέψη. Έτσι, λοιπόν, ο κοινωνικός έλεγχος που ασκείται είναι αναμφίβολος ως προς την αντικειμενική του υπόσταση και την καθαρότητά του.
Την κάθε κοινωνία τη διέπουν κανόνες άτυποι και τυπικοί. Οι άτυποι τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλύτερη δύναμη. Θα ήταν πολύ ευεργετικό να διδάσκει η κάθε κοινωνία στα σχολεία της την ορθή εφαρμογή του περιεχομένου του τοπικού κοινωνικού ελέγχου. Να μη γίνεται με τη μορφή του κουτσομπολιού αλλά της εφαρμογής του μέτρου προστασίας του Πολίτη. Να υπάρχει αναβάθμιση της ποιότητας ζωής κι όχι υπονόμευση αυτής. Η προσωπική εξέλιξη να ‘ναι ο στόχος.
Σε μια ιδανική κοινωνία ίσως… Μέχρι τότε ας πορευτούμε με αυτές που έχουμε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη